Όταν Πέφτει το Σκοτάδι… ΒΙΝΤΕΟΚΛΑΜΠ : Για να μην πλήξετε το βράδυ… Διαφημιστικό σλόγκαν δεκαετίας `80 Αν η εμφάνιση της τηλεόρασης καθιέρωσε το μαγικό κουτί ως καρδιά της ελληνικής οικογένειας τότε το βίντεο σίγουρα αποτέλεσε το αίμα στις φλέβες της. Στις αρχές της δεκαετίας του 80, η εμφάνιση του VHS ήρθε να αντιπαραθέσει στην συντηρητική πολιτική μιας τηλεοπτικής πραγματικότητας δύο καναλιών με περιορισμένο πρόγραμμα, την ελευθερία στις ώρες θέασης, την ποικιλία στις επιλογές ταινιών, την ανάδειξη νέων κινηματογραφικών ειδών, με άλλα λόγια, την απαρχή αυτού που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως home entertainment.
Το μπαρ Au Revoir άνοιξε την πόρτα του τον Μάρτιο του 1958 και από τότε δεν την έκλεισε ποτέ. Για τους πιστούς, τα δύο αδέλφια: Λύσανδρος και Θόδωρος Παπαθεοδώρου είναι οι οινοπνευματικοί ηγέτες της νυχτερινής Αθήνας, ενώ η μπάρα του εμβληματικού μπαρ λειτουργεί σαν ιερός τόπος συνάντησης και εξομολόγησης. Το Au Revoir φιλοτεχνήθηκε από τον Αριστομένη Προβελέγγιο, έναν από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της σύγχρονης Ελλάδας σύμφωνα με τα πρότυπα της γαλλικής αισθητικής. Ο Προβελέγγιος είναι για τον Λύσανδρο και τον Θόδωρο όχι μόνο ο δημιουργός του μπαρ αλλά και ένας ποιητής της ζωής που τους εξασφάλισε έναν ζωντανό χώρο τέχνης, με την φωτογραφία του να δεσπόζει σαν εικόνισμα δίπλα στα μπουκάλια της κάβας. Αυτό το «δημόσιο σαλόνι» έχει κατά καιρούς φιλοξενήσει ξεχωριστούς ηθοποιούς όπως ο Κούλης Στολίγκας, συγγραφείς και ακτιβιστές όπως ο Περικλής Κοροβέσης, ποιητές όπως ο Γιώργος Καραβασίλης, ο Θωμάς Γκόρπας και ο Νίκος Καρούζος, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες αλλά και προσωπικότητες εμβληματικές όπως ο Φρανκ Σινάτρα που ήπιε το ουίσκι του στο Au Revoir, μια ανοιξιάτικη βραδιά του 1962. Το Au Revoir ορίζει ένα άσυλο ελευθερίας σε μια Αθήνα που μαραζώνει και σαπίζει μέσα από βάρβαρες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Ίδιο από τότε, στέκει απαράλλαχτο σαν κοινωνιολογική παρατήρηση, σαν εποπτείο, που μένει σταθερό βλέποντας να περνούν από μπροστά του τα αυτοκίνητα, τα τρόλεϊ, οι άνθρωποι και οι δεκαετίες. Οι συγγραφείς Περικλής Κοροβέσης, Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης και Θάνος Σταθόπουλος, ο Διευθυντής της Ευωνύμου Οικολογικής Βιβλιοθήκης Σάκης Κουρουζίδης, ο αρχιτέκτονας και επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Γιώργος Τζιρτζιλάκης και ο καθηγητής του ΕΜΠ Παναγιώτης Τουρνικιώτης είναι μερικοί από τους θαμώνες που εξομολογούνται στην κάμερα τα πολύτιμα μυστικά ενός ιερού τόπου.
Καλοκαίρι 1953. Στον απόηχο της μεταπολεμικής Ελλάδας, οι επιζήσαντες του εμφυλίου ζουν υπό την πίεση της φτώχιας, των στερήσεων και του φόβου των πολιτικών διώξεων. Οι νέοι σουλατσάρουν στις γειτονιές της Αθήνας αναζητώντας ελπίδα για το μέλλον και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Σε μία μακρόστενη παράγκα της οδού Σαρρή, ο Σίμος Τσαπνίδης στήνει το τεντάδικο του. Είναι «ακατέργαστος», «έμφυτα γενναιόδωρος», ελεύθερος και ωραίος. Απεχθάνεται τα ταμπού και τις συμβάσεις και ορίζει το μέλλον μέσα από το δόγμα «Ζήσε την κάθε μέρα όσο καλύτερα μπορείς, αρκεί να μην ενοχλείς το διπλανό σου». Ο Σίμος διαβάζει Σαρτρ, παίζει δεύτερους ρόλους σε κινηματογραφικές ταινίες της εποχής υποδυόμενος τον άνθρωπο του περιθωρίου και αγκαλιάζει με ζέση τις νέες ιδέες και την τέχνη. Η παράγκα του πολύ γρήγορα και «μοιραία» μετατρέπεται στον χώρο από τον οποίο ξεπηδά ένα ακατέργαστο νεανικό κίνημα: εκείνο των Ελλήνων υπαρξιστών. Οι νέοι της εποχής, παιδιά λαϊκών οικογενειών –στην πλειοψηφία τους- ανταποκρίνονται σε αυτό το πρωτόγνωρο κάλεσμα και συρρέουν στην «ιπτάμενη παράγκα» του Σίμου που κλυδωνίζεται από το χορό, το τραγούδι και την νεανική τρέλα, η οποία κλείνει περιπαικτικά το μάτι στη συντηρητική ελληνική κοινωνία. Φορούν τα σακάκια τους από την ανάποδη, ενώ οι ρέγκες αντικαθιστούν την συμβατική γραβάτα. Ο Σίμος ο αρχηγός, ο Τζο ο φιλόσοφος, ο Ανδρέας ο εραστής, ο Πητ ο καλλιτέχνης, ο Γιάννης ο αντισυμβατικός μαζί με την Χαρά, τη Φωφώ, τη Λίλιαν, τη Μπέμπα και πολλούς ακόμη, επιδίδονται σε ένα πρωτοφανές «ξεκλείδωμα ψυχής» κόντρα σε κάθε πρόσταγμα καθωσπρεπισμού. Τα θρυλικά πάρτι, οι εκδρομές και οι φιλανθρωπίες των υπαρξιστών απασχόλησαν τα δημοσιεύματα του Τύπου με τον «υπαρξιστικό κίνδυνο διαφθοράς των νέων» να δοκιμάζει τα αυταρχικά αντανακλαστικά της Πολιτείας, να παραπέμπει τους υπαρξιστές σε δίκη και να οδηγεί στο οριστικό κλείσιμο της παράγκας, το 1956. Σήμερα, η παράγκα είναι ένα ιδιωτικό parking. Κι όμως οι Ανδρέας Δημητρόπουλος (Αντιπρόεδρος Συλλόγου Υπαρξιστών ο Διο
Το ποδόσφαιρο: Η παιδική χαρά. Η θεσμοποιημένη πάλη. Ο πόλεμος, το τρέξιμο και η αλάνα. Για τους μικρούς και τους μεγάλους, τους διανοούμενους και τους ταπεινούς, για τους αστούς αλλά και για τους κατατρεγμένους το ποδόσφαιρο ορίζει την «ιερή επικοινωνία». Έξω από συμβάσεις, κοινωνικές ανισότητες και λοιπές διακρίσεις ο χώρος του γηπέδου αποτελεί βασίλειο ελευθερίας αλλά και πεδίο γνήσιας έκφρασης της λαϊκής κουλτούρας. Μέσα από τη φυλή, τα χρώματα, και τη γνήσια συγκίνηση που προσφέρει ο ποδοσφαιρικός αγώνας τα αγόρια γίνονται άντρες και οι άντρες ξαναγίνονται αγόρια ταυτίζοντας τους ποδοσφαιριστές με λαϊκούς ήρωες. Από τον Γιώργο Κούδα, τον Μίμη Δομάζο, τον Γιώργο Δεληκάρη και τον Χρήστο Αρδίζογλου μέχρι τον Πάμπλο Γκαρσία, οι παίκτες «δίνουν μια συναρπαστική θεατρική παράσταση στο κοίλον του γηπέδου» για την τιμή, τη δόξα και την ωραιότητα του αγώνα. Έτσι που η κανονική ζωή «η σκληρή, η δύσκολη και η κατατρεγμένη» ξεφεύγει για λίγο από την καθημερινή τροχιά της φτάνοντας σε έναν φαντασιακό κόσμο «ανοιχτό και ελεύθερο όπου όλα μπορούν να συμβούν» Ακόμα και αν για κάποιους το γήπεδο είναι πλέον μια «μπίζνα» τα πόστερ με τους ποδοσφαιριστές θα συνεχίσουν να κοσμούν τα εφηβικά δωμάτια, οι αλάνες θα γεμίζουν με επίδοξους ποδοσφαιριστές και το «τακ τακ» της μπάλας θα αποτελεί για πάντα την πιο διεγερτική μουσική. Σε αυτό το συναρπαστικό ταξίδι στον κόσμο του ποδοσφαίρου θα μας ξεναγήσουν οι: Σταύρος Τσιώλης (Σκηνοθέτης), Παύλος Τσίμας (Δημοσιογράφος), Γιώργος Γεωργίου (Αθλητικογράφος), Θωμάς Κοροβίνης (Συγγραφέας), Γιώργος Κούδας (Βετεράνος Ποδοσφαιριστής), Γιώργος Μαρκόπουλος (Ποιητής), Χάρρυ Κλυνν (Σατυρικός Καλλιτέχνης), Πάμπλο Γκαρσία (Ποδοσφαιριστής), Μένης Κουμανταρέας (Συγγραφέας), Αντρέας Μαζαράκης (Θρύλος του Ερασιτεχνικού Ποδοσφαίρου), Αλέξης Σταμάτης (Συγγραφέας), Θανάσης Χειμωνάς (Συγγραφέας), Γιώργος Χρονάς (Ποιητής), Ευγένιος Χριστοδούλου (Βετεράνος Ποδοσφαιριστής), Παρασκευάς Μηλιώνης (Πρόεδρος Αστέρα Εξαρχείων)
«Καρυάτιδες», «Video», «Jacky O», «Boom Boom», «Barbarella». Αμέτρητες ντισκοτέκ ανοίγουν τις πόρτες τους για να υποδεχτούν τα παιδιά της σούζας, της βάτας, της νεανικής αφέλειας και αθωότητας. Το «λούνα παρκ των μεγάλων» τα έχει όλα: Πολύχρωμα φώτα, ντισκομπάλες, καθρέφτες, δυνατή ρυθμική μουσική και την πίστα της απογείωσης! Χορευτικές φιγούρες και ρυθμικά μπλουζ, νεανικά φλερτ, άγριες κόντρες με μηχανάκια, εκτυλίσσονταν στον χώρο των ντίσκο μετατρέποντάς τες στο απόλυτο νεανικό στέκι. Οι ντισκοτέκ άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην δεκαετία του 80. Αποτέλεσαν φυτώριο ανάδειξης των ντίσκο μουσικών αστέρων και djs της εποχής ενώ συνδέθηκαν και με την βιομηχανία του θεάματος αφού η παρουσία τους ήταν δεδομένη στις εκατοντάδες βιντεοταινίες με τους αγαπημένους νεαρούς πρωταγωνιστές να «τα δίνουν όλα» στις πίστες για τα μάτια της αγαπημένης τους. Ο χρόνος πέρασε. Οι θρυλικές ντίσκο έβαλαν λουκέτο και έδωσαν τη θέση τους σε ερειπωμένα χαλάσματα και απρόσωπα κτίρια. Κι όμως κάποιες επιβιώνουν ακόμη σε πείσμα των καιρών και όσων τις συνέδεσαν με το κιτς και το lifestyle της υποκουλτούρας. Παραμένουν ζωντανές, έχουν φανατικούς οπαδούς, αναβιώνουν γλυκές μνήμες του παρελθόντος και τις μεταφέρουν αναλλοίωτες σε χρόνο ενεστώτα. Είναι εκείνες που χαρίζουν λίγη χρυσόσκονη στο μουντό σκηνικό της σύγχρονης απρόσωπης ελληνικής πραγματικότητας. Ο μικρόκοσμος της ντισκοτέκ ζωντανεύει επί της οθόνης με εκλεκτούς επιζήσαντες. Με τις εξομολογήσεις τους θα μας συντροφεύσουν (με αλφαβητική σειρά) οι: Γιώργος Αδαμόπουλος (ιδιοκτήτης της ντισκοτέκ Vinilio), Δημήτρης Βόγλης (promoter), Σταμάτης Γαρδέλης (ηθοποιός), Γιούλη Ζήκου (ηθοποιός), Χρήστος Κάλοου (ηθοποιός), Σούλης Καραγιαννίδης (ιδιοκτήτης της ντισκοτέκ Boom Boom), Πέτρος Καντιάνης (δημοσιογράφος-παρουσιαστής), Σταύρος Κιπ (dj της ντίσκο Angela), Πέτρος Μπρατάκος (dj στην ντισκοτέκ Barbarella), Στηβ Ντούζος (ηθοποιός), Χαράλαμπος Παϊκόπουλος (χορευτής-γκεράπας), Piero (dj Αυτοκίνηση), Νίκος και Βασίλης Σπυρόπουλος (συγκρότημα
Το κονσομασιόν γίνεται ένας σημαντικός θεσμός στον λαϊκό μας πολιτισμό από τη δεκαετία του 60 και ιδίως την δεκαετία του 70 και έπειτα. Ως χώρος αποτελεί ένα ανεξερεύνητο πεδίο με το δικό του, ιδιαίτερο, τελετουργικό, τους άτυπους κώδικές του και τους άγραφους νόμους του. Το 1994 η ανθρωπολόγος ερευνήτρια Λιόπη Αμπατζή, στο πλαίσιο της διπλωματικής της εργασίας, αποφάσισε να εισβάλει στα άδυτα των μπαρ κονσομασιόν προκειμένου να καταγράψει συμπεριφορές, να εξετάσει τον «συσχετισμό δυνάμεων» που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο φύλα, και να ανακαλύψει το παιχνίδι της σεξουαλικότητας εντός ενός αμφιλεγόμενου «δοχείου κοινωνικότητας». Εντός των μπαρ, το ποτό ορίζει το μέσο μιας «εγχρήματης» συναλλαγής, με τις γυναίκες να αναδεικνύονται σε «καταναλωτικά προϊόντα». Απόλυτο διακύβευμα: Η συναίνεση, η εξασφάλιση της παρέας και η επιβεβαίωση του άντρα κυνηγού που κατακτά την γυναίκα «τρόπαιο». Οι γυναίκες των μπαρ μετατρέπονται στους «γιατρούς της αντρικής μοναξιάς»: Είναι ντόμπρες, τίμιες και επιδίδονται μόνο στα κατά συνθήκη ψεύδη – απαραίτητα- για την «ανύψωση» του αντρικού ηθικού. Βγαίνουν στη βοσκή, λένε το «ποίημα», υποδύονται ρόλους, κρατούν μυστικά και ισορροπούν αριστοτεχνικά μεταξύ σωστού- λάθους, ηθικής και ανηθικότητας. Ιδωμένα είτε ως ιδιότυπες «νησίδες αθωότητας» είτε ως αμαρτωλοί χώροι γυναικείας εκμετάλλευσης τα μπαρ κονσομασιόν μέσα στην αμφισημία της υπόστασής τους δεν προσφέρονται ούτε για δαιμονοποίηση, ούτε για εξιδανίκευση παρά για κοινωνιολογική παρατήρηση και σκέψη. Συνοδοιπόροι μας σε αυτό ιδιαίτερο ταξίδι θα είναι οι: Λιόπη Αμπατζή (δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας), Λεωνίδας Οικονόμου (αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), Δημήτρης Μανιάτης (δημοσιογράφος), Ρούλα Στεργίου (επιχειρηματίας), Γιάννης Φλωρινιώτης (showman) καθώς και δύο θαμώνες των μπαρ κονσομασιόν.
Η ταβέρνα αποτελεί ένα λαϊκό καταφύγιο «αποφόρτισης» της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι ο κατεξοχήν χώρος που στεγάζει καημούς, μεράκια και χαρές, συντροφεύοντας τους πιστούς της σε όλες τις περιόδους της ζωής τους. Στην ταβέρνα «οι άνθρωποι καταθέτουν την ψυχή τους, ερωτεύονται, τραγουδούν, πολιτικολογούν, φιλοσοφούν». Η ταβέρνα είναι συνδεδεμένη με το κέφι και το απόλυτο κέφι, το τσακίρ κέφι. Το τσακίρ σημαίνει γαλάζιο, υπονοεί τον ουρανό δηλαδή τη διάθεση του ατόμου να φτάσει στον ουρανό, να αγγίξει το θείο, όπως μας εξηγεί ο συγγραφέας Ε. Ζάχος Παπαζαχαρίου. Αυτή η αρχέγονη αίσθηση που προσφέρει η ταβέρνα αναγνωρίζεται από όλες τις κοινωνικές τάξεις, γίνεται ποίημα, ταινία, τραγούδι και χώρος αυθεντικής κοινωνικοποίησης μακριά από συμβάσεις και αστικούς καθωσπρεπισμούς. Το καλό κρασί και φαγητό ορίζουν έναν ακαταμάχητό πόλο έλξης για τον μοναχικό θαμώνα, το ερωτευμένο ζευγάρι και την καλή παρέα των φίλων. Ο ταβερνιάρης είναι ο οικοδεσπότης, η εμβληματική φιγούρα που δεσπόζει δίπλα στα ξύλινα βαρέλια (κάθε ταβέρνας που σέβεται τον εαυτό της). Ακούει ιστορίες, εξομολογήσεις, συμπάσχει με την λύπη, γιορτάζει με την χαρά κι έτσι γίνεται ένας από τους βαθύτερους γνώστες της ελληνικής ανθρωπογεωγραφίας. Η ταβέρνα μετατρέπεται πολλές φορές σε «οικογενειακή υπόθεση» με τους γιους να μαθητεύουν δίπλα στους πατεράδες και να τους διαδέχονται κληρονομώντας την πείρα και το μεράκι τους. Για όλους τους παραπάνω λόγους η ταβέρνα λειτουργεί ως μια διαχρονική σταθερά της ελληνικής πολιτισμικής μας κουλτούρας αλλά και ένα στέκι που η αρχή του χάνεται στα βάθη του χρόνου. Στην εκπομπή συμμετέχουν (με αλφαβητική σειρά) οι: Πέτρος Βέττας (εκπαιδευτικός), Γιάννης Γαλανόπουλος (ταβέρνα «Κοταρού» και «Μεταξού»), Πέτρος Δριτσώνας (εκπαιδευτικός), Χρήστος Κανδηλώρος (εκπαιδευτικός), Κώστας Καραβίτης (3η γενιά της ταβέρνας «Καραβίτης»), Αποστόλης και Γιώργος Κατσανάκης (ταβέρνα «το Κουτούκι»), Νίκος Κιζήλος (εκπαιδευτικός), Δημήτρης Κολολιός (ταβέρνα «Δίπορτο»), Βασίλης και Δημήτρης Λελούδα
Ένα επεισόδιο αφιερωμένο σ’ έναν από τους τελευταίους χώρους που ήταν και παραμένουν αυστηρά “αντρικό προνόμιο”. Για τους άνδρες το μπαρμπέρικο δεν αποτελεί έναν απλό χώρο καλλωπισμού αλλά ένα λαϊκό εντευκτήριο. Η επίσκεψη στον μπαρμπέρη δεν συνδέεται μόνο με το κούρεμα και το ξύρισμα με τη φαλτσέτα. Ο χώρος του κουρείου ενδείκνυται για συζήτηση, ανταλλαγή ιδεών, σχολιασμό των κοινωνικοπολιτικών συμβάντων και ορίζει μια εκλεκτική κοινότητα που συνδυάζει την περιποίηση με την κοινωνικοποίηση. Τα κουρεία είναι παρόντα τόσο στο αστικό όσο και στο επαρχιακό τοπίο με τους απανταχού μπαρμπέρηδες να επιτελούν διττό ρόλο: εκείνο του βαθύ γνώστη της αντρικής περιποίησης αλλά και του επίλεκτου φίλου που ακούει τα προβλήματα δίνοντας πολύτιμες συμβουλές. Έτσι η καρέκλα του κουρέα λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο εξομολογητήριο με την πλάτη της να «βαραίνει» από εξομολογήσεις και συναισθήματα. Τα μπαρμπέρικα και οι μπαρμπέρηδες αποτέλεσαν αστείρευτη πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης τροφοδοτώντας την Τέχνη με υπέροχες εικόνες που στεγάζονται σε τραγούδια, ταινίες ποιήματα, πεζά και ζωγραφικούς πίνακες. Το κουρείο παρέμεινε ζωντανό σε πείσμα του χρόνου, της μόδας και του σύγχρονου τρόπου ζωής χάριν των οποίων το αντρικό κούρεμα μεταφέρθηκε από το κουρείο στο μικτό κομμωτήριο και μετατράπηκε από «αντρική ιεροτελεστία» σε απλή ικανοποίηση μιας καθημερινής ανάγκης. Το μπαρμπέρικο σήμερα είναι από τις ελάχιστες εναπομένουσες κοιτίδες του λαϊκού πολιτισμού μας με τους παλιούς αλλά και νέους μπαρμπέρηδες και μπαρμπέρισσες να κρατούν ακόμη ζωντανό το μύθο του και άσβεστη την γοητεία που αυτό ασκεί στο αντρικό συνειδητό (και ασυνείδητο). Τα μυστικά ενός ιδιαίτερου ανδρικού τοπόσημου μοιράζονται μαζί μας (με αλφαβητική σειρά) οι: Λία Γασπαρινάτου (κουρέας), Ηλίας Γκρης (ποιητής), Δημήτρης Ήμελλος (ηθοποιός), Βασίλης Θεοχάρης (κουρέας – προπονητής Εθνικής Ομάδας Ανδρικών Κομμώσεων – ιδιοκτήτης «Athens Barber Shop») Βασίλης Μοναστηρλής (κουρέας – καθηγητής Ιστορίας της Κομμωτικής Τέχνης), Γιώργος
Τα τραπέζια τους είχαν φιλοξενήσει τις πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές, φιλοσοφικές και καλλιτεχνικές συζητήσεις. Η πλάτη της καρέκλας τους την γλυκιά κούραση που έφερνε μαζί της η καλλιτεχνική έμπνευση. Ο καφές και τα υπέροχα γλυκά εδέσματα εύφραιναν τον ουρανίσκο και πλαισίωναν εξαιρετικά τη συντροφιά της παρέας που έγραφε ανεξίτηλα τη δική της ιστορία. Ξεναγοί μας στους ιδιαιτέρους χώρους των αθηναϊκών καφέ θα είναι (με αλφαβητική σειρά) οι: Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ (ποιήτρια) , Αλεξάνδρα Αλεξανδράκη (κόρη του Κάρολου Ζωναρά) , Νάνος Βαλαωρίτης (ποιητής – συγγραφέας) ,Αναστάσης Βιστωνίτης (ποιητής – δοκιμιογράφος) ,Ηλίας Καφάογλου (δημοσιογράφος – συγγραφέας) ,Αχιλλέας Κυριακίδης (συγγραφέας – μεταφραστής) , Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης (συγγραφέας) , Γιάννης Παπακώστας (καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών ) ,Τάκης Σπετσιώτης (σκηνοθέτης – συγγραφέας) ,Κατερίνα Σχοινά (κριτικός – μεταφράστρια) , Τζούλια Τσιακίρη (εκδότρια) , Κώστας Φέρρης (σκηνοθέτης) , Δημήτρης Φύσσας (συγγραφέας) , Πάνος Χαραλάμπους (εικαστικός) Το επεισόδιο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Θωμά Γκόρπα.
Το θαλασσινό μπάνιο, ωστόσο, δεν ήταν πάντα ταυτισμένο με την ευφορία που προσφέρει στον λουόμενο αλλά ταυτιζόταν με ένα «αναγκαίο κακό» συνδεδεμένο με σκοπούς θεραπευτικούς. Με την έλευση των νέων ιδεών οι πρώτοι κολυμβητές πλησιάζουν δειλά τη θάλασσα. Στα μέσα του 19ου αιώνα κατασκευάζονται οι πρώτες λουτρικές εγκαταστάσεις στον Πειραιά, οι επονομαζόμενες «μπανιέρες». Τα θαλάσσια μπάνια «εισβάλλουν» στη ζωή των λουόμενων αλλά γυναίκες και άντρες απολαμβάνουν το μπάνιο τους «κατά μόνας». Έτσι η παραλία από χώρος κοινωνικής συνάθροισης νοηματοδοτείται ως χώρος «κοινωνικής απομόνωσης» με το «οφθαλμόλουτρο» να τελεί υπό περιορισμό προσκρούοντας στα διόλου αποκαλυπτικά μαγιό. Σταδιακά, το τοπίο της πλαζ μεταλλάσσεται υποδεχόμενο γυναίκες και άντρες μαζί ενώ το μήκος του μαγιό μικραίνει συνάδοντας με την κοινωνική απελευθέρωση και από-ενοχοποίηση του γυναικείου σώματος. Το θαλασσινό λουτρό είναι, πλέον, απόλυτα ταυτισμένο με το ελληνικό καλοκαίρι τόσο για τους κοσμικούς που επισκέπτονται τις πολυτελείς ιδιωτικές πλαζ όσο και για τα λαϊκά στρώματα που συρρέουν στις δημόσιες παραλίες για να απολαύσουν λίγες στιγμές δροσιάς και ξενοιασιάς κάνοντας «τα μπάνια του λαού». Η παραλία συμπορευόμενη με τις κοινωνικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία έχει πια μετατραπεί σε έναν χώρο κοινωνικής συνάθροισης και απελευθέρωσης προωθώντας την κοινωνικοποίηση του ατόμου και την άνθιση των καλοκαιρινών φλερτ. Άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βιομηχανία του τουρισμού και του θεάματος (ήδη από την χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου), η παραλία συνεχίζει να εμπνέει την Τέχνη και τον Έρωτα αποτελώντας την πιο ιδανική και αδιαφιλονίκητη καλοκαιρινή συντροφιά. Οι πλαζ μας καλωσορίζουν μέσα από άκρως ενδιαφέρουσες αφηγήσεις. Στην εκπομπή μιλούν (με αλφαβητική σειρά) οι: Κώστας Αντωνιάδης (φωτογράφος) , Νανά Ιωαννίδου (κάτοικος Φαλήρου), Βασίλης Καρασμάνης (καθηγητής φιλοσοφίας ΕΜΠ) , Ελίνα Κορδαλή (σχεδιάστρια μόδας) , Σοφία Λιακοπούλου (ιδιοκτήτρια καφέ -εστιατορίου EDE
Φωκίωνος Νέγρη: Ο πεζόδρομος του ετερόκλητου. Ο τόπος συνάντησης. Ο χώρος «καταφύγιο» για τους ταπεινούς, τους αστούς, τα «ρεμάλια» και τους διανοούμενους, τους αντισυμβατικούς και τους «καθώς πρέπει». Το διαχρονικό στέκι της Αθήνας. Η Φωκίωνος με τα καλαίσθητα ζαχαροπλαστεία της, τα επιβλητικά της καφέ και τους ανοιχτούς, για κάθε γούστο, κινηματογράφους. Κι από την άλλη η λαμπερή Φωκίωνος της «Κουίντας», η εκρηκτική Φωκίωνος του «Ιγκλού», η Φωκίωνος του τεντιμποϊσμού, της αμφισβήτησης και των ροκάδων. Μια γειτονιά που ζει με πάθος τις αντιφάσεις της κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του εμβληματικού σκύλου που δεσπόζει στο κέντρο της παρατηρώντας στωικά ένα διαρκές σουλάτσο ανθρώπων και εποχών. Ένας δρόμος που μοιάζει με πολύχρωμο ψηφιδωτό ορίζοντας ένα διαχρονικό σημείο αναφοράς για το σύγχρονο αστικό τοπίο. Οι τεντι μπόυς μπορεί να έγιναν ευυπόληπτοι άντρες και κάποιοι ροκάδες ίσως να φόρεσαν γραβάτες. Τα μαγαζιά άλλαξαν, το ίδιο και η ιδιοκτήτες τους. Η Φωκίωνος, ωστόσο, μέσα από τη γοητεία των αντιθέσεων της είναι ακόμη εδώ, στην καρδιά της πόλης με τα υπόγεια νερά του μπαζωμένου ρέματός της να ταράζουν κάθε τι συμβατικό. Για την ιστορία ενός τόσο ιδιαίτερου τόπου θα μιλήσουν άνθρωποι που συνδέονται μαζί του με άρρηκτους δεσμούς. Στη συντροφιά μας θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Ματθαίος Αγορογιάννης (τυροκομικά προϊόντα), Μελίτα Αδάμ (συγγραφέας – κάτοικος Κυψέλης), Έφη Βαρδάκη (κατάστημα «Ρετρό»), Δημήτρης Γέρου (ιδιοκτήτης κρεοπωλείου), Λουκιανός Κηλαηδόνης (Κάου Μπόι), Θάνος Λαμπρόπουλος (Παραγωγός Κινηματογράφου και Τηλεόρασης), Κωστής Λιβιεράτος (εκδότης – επιμελητής), Μπάμπης Μουτσάτσος (επιχειρηματίας), Χρύσα Οικονομοπούλου (γραφείο Τύπου Gagarin 205 – δημοσιογράφος), Παεζάνο, Ιουλία Παλαμάρη (προπονήτρια ενόργανης γυμναστικής), Λιάνα Παπαδοπούλου (κάτοικος Κυψέλης), Μάκης Σαλιάρης (επιχειρηματίας – πρωταθλητής αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου), Γιοζέφ Αζέρ Σαμουέλ (εκπρόσωπος Αιγυπτιακής Κοινότητας Κυψέλης) , Ροζίτα Σώκου (κριτικός κινηματογράφου), Νίκ
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 το Ροκ εντ Ρολ εισβάλει στην ανυποψίαστη πρωτεύουσα και έκτοτε τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο. Το φαινόμενο του ροκ εντ ρολ εξαπλώθηκε με την αστραπιαία ταχύτητα των 45 στροφών. Οι νέοι συρρέουν στα δικά τους στέκια, επιδίδονται σε “άσεμνες” χορευτικές φιγούρες, αναζητούν μανιωδώς δισκάκια, οργανώνουν πάρτυ και τα συγκροτήματα ξεπηδούν από τα υπόγεια των πολυκατοικιών διαταράσσοντας την κοινή ησυχία. Η νέα τάση μετατρέπεται από “μουσική μόδα” σε “δημόσιο κίνδυνο” και δοκιμάζει τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κλειστής ελληνικής κοινωνίας. Ο ημερήσιος τύπος, στο σύνολο του, συνδέει το ροκ εντ ρολ με τον Αμερικάνικο τρόπο ζωής που διαφθείρει τα χρηστά ήθη ενώ το Κράτος, η Εκκλησία και η Αστυνομία αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο προκειμένου να “αποκαταστήσουν” την δημόσια τάξη. Το Ροκ εντ Ρολ στο επίκεντρο. Διχάζει, αφορίζεται , αποκτά ένθερμους υποστηρικτές και σφοδρούς πολέμιους. Το Τοπ Χατ, το υπόγειο του Green Park, το Ιγκλού, το Χόμπι, η Κουίντα, οι 9 Μούσες (μεταξύ άλλων) φιλοξενούν τα πρώτα πάρτυ μακριά από τα μάτια-και τα αυτιά-των ενηλίκων. Τα καινούργια νεολαιίστικα στέκια γίνονται εστίες έκρηξης αδρεναλίνης, ερωτισμού και αμφισβήτησης. Ότι και αν ήταν τελικά το Ροκ εντ Ρολ, ταρακούνησε συθέμελα την Αθήνα με τους αφοπλιστικούς ρυθμούς του αλλάζοντας για πάντα την μέχρι τότε προσδοκώμενη συμπεριφορά των νέων από την κοινωνία των γονιών τους. Η ιστορία της εισβολής του Ροκ εν Ρολ ξεδιπλώνεται μέσα τις διαφορετικές μαρτυρίες των ετερόκλητων προσκεκλημένων μας. Το αποτέλεσμα ; Μια πολυσχιδής και πολυεπίπεδη αφήγηση που σε συνεπαίρνει. Ποιο είναι το πρώτο κομμάτι που ακούγεται; Tο “Rock Around The Clock” του Bill Halley και των Κομητών του όπως πρωτοακούστηκε στα ζενερικ της “Ζούγκλας του Μαυροπίνακα”. Στην ξέφρενη πορεία του επεισοδίου θα μας ακολουθήσουν (με αλφαβητική σειρά) οι : Αλέξης Καλοφωλιάς (The Last Drive) , Αλέκος Καρακαντάς (Μουσικός) ,Γιώργος Καρανικόλας (The Last Drive) , Κώστας Κατσάπης (Ιστορικός Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Ένα φάντασμα πλανιέται στην οδό Μάρνης. Το φάντασμα του ΡΟΔΟΝ LIVE. Οδός Μάρνης 24. Το κτίριο των μεταλλάξεων. Ιστορικός κινηματογράφος B προβολής και αποθήκη ηλεκτρικών συσκευών. Το 1987 μετατρέπεται στο πρώτο καθαρόαιμο live venue της πρωτεύουσας. Μέχρι πρότινος, οι σποραδικές ροκ συναυλίες πραγματοποιούνταν σε τσίγκινα γήπεδα μπάσκετ και μικροσκοπικά κλαμπάκια άθλιων τεχνικών προδιαγραφών. Το Ρόδον «άνθισε» στις 5 Νοεμβρίου του 1987 σαν φυσική αναγκαιότητα ενός, σχεδόν, έρημου συναυλιακού κήπου που διψούσε για ζωή! Νέοι κάθε ηλικίας συρρέουν για να ακούσουν τα μεγαλύτερα ονόματα της ροκ εν ρολ (και όχι μόνο σκηνής) όπως ο Iggy Pop, ο Nick Cave, οι Pixies και ο Screamin Jay Hawkins. Το Ρόδον λειτουργεί όμως και σαν ιδιότυπο «μουσικό θερμοκήπιο» με τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά, τους Nightstalker, τους Last Drive να συστήνονται στο αθηναϊκό κοινό και να δημιουργούν ηχητικές εκρήξεις αδρεναλίνης. Το κατεξοχήν συναυλιακό στέκι υποδέχεται όλες τις «μουσικές φυλές» ορίζοντας ένα αταξικό μουσικό άσυλο για τους πιστούς του. Ο χώρος και οι άνθρωποί του ορίζουν ένα θορυβώδες ζωντανό μουσικό κύτταρο που χτυπά δυνατά στην καρδιά της πόλης. Έχουν περάσει 10 χρόνια από τότε που το Ρόδον κατέβασε ρολά . Τώρα στη θέση του βρίσκεται ένα σούπερ μάρκετ γνωστής αλυσίδας. Όμως, το πρωτόγονο και πρωτόγνωρο αίσθημα ελεύθερης έκφρασης που αντιπροσώπευε και γαλούχησε μουσικά 3 γενιές είναι ακόμη εδώ διατηρώντας αναλλοίωτο τον θρύλο γύρω από το όνομά του. Ο ιδιαίτερος αυτός χώρος αναβιώνει επί της οθόνης χάρη στις αφηγήσεις των εκλεκτών καλεσμένων που συνδέονται άμεσα μαζί του. Σε αυτή την ιδιαίτερη μουσική γιορτή θα παρευρεθούν (αλφαβητικά) οι: Φώτης Αστροπαλιώτης (security Ρόδον), Τάκης Γιαννούτσος (YEAH!, ραδιοφωνικός παραγωγός), Άκης Καπράνος (δημοσιογράφος), Αιμίλιος Κατσούρης (μουσικός παραγωγός – dj Ρόδον), Μανώλης Κιλισμανής (υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων Άνωση- Ρόδον Club), Κώστας Κουλούρης – Danny (υπεύθυνος μπαρ Ρόδον), Γιάννης Λεουνάκης (barman Ρόδον – ραδιοφωνικός παραγωγός Ro
Ο πατσάς: Ένα κοκτέιλ δηλητηρίων; Η «λύση» για τη συνέχιση της νύχτας με «ένοπλα μέσα» ή ένα υψηλής μαγειρικής τέχνης έδεσμα φτιαγμένο αποκλειστικά για μερακλήδες; Όπως και να νοηματοδοτείται ένα είναι σίγουρο: Το πατσατζίδικο αποτελεί αυτή την αταξική γκρίζα ζώνη που έλκει σαν μαγνήτης τους καλλιτέχνες, την εργατιά, το λούμπεν και την μπουρζουαζία! Το πατσατζίδικο ορίζει μια όαση αυθεντικής λαϊκότητας σε ένα αστικό τοπίο που πλαισιώνεται από ανέκφραστους, απρόσωπους και, μάλλον, αντιαισθητικούς χώρους εστίασης και διασκέδασης. Οι άνθρωποι του πατσατζίδικου γνωρίζουν καλά τα μυστικά και την καταγωγή που αυτή η ιδιαίτερη σούπα κουβαλά μαζί της και που αποτελεί το «μήλον της έριδος» μεταξύ των Αθηναίων και Θεσσαλονικιών ειδικών του πατσά. Άραγε ποιοι από τους δύο κατέχουν καλύτερα την τέχνη της; Για όλα τα παραπάνω το πατσατζίδικο ήταν, είναι και θα είναι ο πλέον οικείος τόπος των απόμαχων της ημέρας και των παντοτινών εραστών της νύχτας. Η περιήγηση μας στα πατσατζίδικα θα πραγματοποιηθεί με την παρουσία επίλεκτων προσκεκλημένων. Στην παρέα μας θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Στάθης Αγγελόπουλος (τραγουδιστής), Γιώργος Αζάρ (ιδιοκτήτης), Αχιλλέας Βροχίδης (θαμώνας πατσατζίδικου), Γιώτα Γιάννα (μουσικός), Ιωάννης Ζαντιώτης (ιδιοκτήτης), Νίκος Ζερβός (σκηνοθέτης), Zdrava Liri (βοηθός μάγειρας), Τάσος Ιωαννίδης (μουσικός), Χρήστος Καλατζής (ιδιοκτήτης), Βασίλης Καλλίδης (μάγειρας), Θοδωρής Καμπουρίδης (μουσικός), Κων/νος Καπώνης (σερβιτόρος), Ράνια Καρατζένη (ιδιοκτήτρια), Μάκης Κράλλης (ιδιοκτήτης), Θανάσης Κράλλης (ιδιοκτήτης), Σταμάτης Κραουνάκης (συνθέτης), Ιωάννα Λεγάκη (τραγουδίστρια νησιώτικου παραδοσιακού τραγουδιού), Δημήτρης Μανιάτης (δημοσιογράφος), Αντώνης Μποσκοϊτης (κινηματογραφιστής-κειμενογράφος), Κων/νος Παπανικόλας (Υγεία– Οικολογία: 40 χρόνια δράση), Ελένη Οφλίδου (συγγραφέας-φιλόλογος), Μαρία Τζιοβάνη (μαγείρισσα)
Στις αρχές του 60 το ορμητικό «Νέο Κύμα» έρχεται (μέσω της κινηματογραφικής «Nouvelle Vague») από τη Γαλλία για να ταράξει τα ελληνικά μουσικά ύδατα. Ο χώρος που θα φιλοξενήσει αυτό το νέο μουσικό είδος είναι η μπουάτ. Ένα μικρό, μουσικό κουτί. Λιτό, απέριττο, άμεσο και αληθινό. Οι μπουάτ στεγάζονταν στην Πλάκα, στη συνοικία των Θεών. Η μουσική ποιότητα και η ιδιαίτερη ενέργεια που χαρακτήριζαν τη μουσική των μπουάτ ξεκινούσαν από την οδό Θόλου, κατηφόριζαν τα σκαλοπάτια της Μνησικλέους και κυριαρχούσαν σε όλο το μήκος και πλάτος της «Οδού των Ονείρων». Ένα πιάνο, μια κιθάρα ή μια φυσαρμόνικα, λιγοστά καθίσματα και μία φωνή εγκαινίαζαν ένα νέο τρόπο ιερής επικοινωνίας μεταξύ των τραγουδιστών και των θαμώνων, εντελώς απογυμνωμένο από πομπώδη μουσικά εφέ. Στη μπουάτ έσμιγαν οι εργάτες με τους φοιτητές και τους καλλιτέχνες, ένα φαινομενικά ετερόκλητο κράμα ανθρώπων που όμως αναζητούσε το νέο, το ανεπηρέαστο και το διαφορετικό. Εντός αυτού του «αειθαλούς άνθους της Πλάκας» όλες οι αισθήσεις συντονίζονταν σε ένα μυσταγωγικό συνεχές ήχων και στίχων. Οι μπουάτ «αναγεννιούνται» τηλεοπτικά μέσα από συγκινητικές αφηγήσεις. Στην μουσική αυτή παρέα παρευρίσκονται (αλφαβητικά) οι: Θέμης Ανδρεάδης (τραγουδιστής–τραγουδοποιός), Αρλέτα (τραγουδοποιός), Πόπη Αστεριάδη (τραγουδίστρια), Γιάννης Βεσλεμές aka Felizol (σκηνοθέτης–μουσικός), Γιώργος Δανέζης (τραγουδιστής), Πάνος Δημητρόπουλος (συγγραφέας-ιδιοκτήτης Απανεμιάς από το 2010), Nalyssa Green (μουσικός), Λίνος Κόκοτος (μουσικοσυνθέτης), Κτίρια τη Νύχτα (τραγουδοποιός), Μαρίζα Κωχ (τραγουδοποιός), Λόλεκ (τραγουδοποιός), Βασίλης Μαυρομάτης, Νότης Μαυρουδής (μουσικοσυνθέτης–κιθαρίστας), Δημήτρης Μπαγέρης (συγγραφέας–ερευνητής), Αντώνης Μποσκοϊτης (σκηνοθέτης-δημοσιογράφος ), Γιάννης Σπανός (συνθέτης), Κώστας Χατζής (τραγουδιστής)
Το δισκάδικο: Χώρος συνεύρεσης των «άρρωστων» μουσικόφιλων. Τα ράφια του ορίζουν την «απόλυτη φαντασμαγορία του εσωτερικού χώρου», ενώ οι προθήκες του μοιάζουν με ορθάνοιχτα παράθυρα που βλέπουν προς έναν μαγευτικό μουσικό κόσμο. Το δισκάδικο είναι ο τόπος των αντιθέσεων. Πώς αλλιώς δικαιολογείται η αρμονική συνύπαρξη του Elvis Presley με τον Τάκη Καρναβά και του Frank Zappa με τους Nirvana και τον ΛεΠα; Εντός αυτού του ιδιαίτερου χώρου θα συναντήσει κανείς όλο το φάσμα της «δισκόπληκτης» ανθρωπογεωγραφίας. Πιτσιρικάδες που ανακαλύπτουν τη μαγεία τις μουσικής, μοναχικούς ανθρώπους που βρίσκουν στο δισκάδικο ένα οικείο απάγκιο αλλά και μανιώδεις συλλέκτες που αναζητούν το ζωογόνο «ναρκωτικό» τους! Τις συγκινητικές, αναπάντεχες και ενδιαφέρουσες ιστορίες βινυλίου μοιράζονται μαζί μας οι άνθρωποι που συνδέονται άμεσα μαζί του. Στην εκλεκτή μας παρέα θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Γιάννης Αλεξίου (μουσικός συντάκτης- συλλέκτης δίσκων), Ηλίας Ασλάνογλου (μουσικάνθρωπος), Γρηγόρης Βάϊος (dj – μουσικός παραγωγός), Ζαχαρίας Βρετανάκης (έμπορος), Γιώργος Γερανιός (Undo Records – φωτογράφος), Βίκυ Εμμανοηλίδη (ιδιοκτήτρια Metal Era), Κυριάκος Εμμανοηλίδης (ιδιοκτήτης Metal Era), Άρης Καραμπεάζης (γραφιάς σε μουσικά περιοδικά – μουσικογραφιάς – δικηγόρος), Μπάμπης Καραποστόλης (συνταξιούχος), Μανώλης Καρπαθάκης (ιδ. υπάλληλος), Νικόλαος Κοντογούρης (έμπορος – δημοσιογράφος), Εύα Κολόμβου (υπεύθυνη AN Club – management – booking), Άγγελος Κυρούσης (υπάλληλος δισκοπωλείου Rock n Roll Circus), Γιάννης Μαύρος (έμπορος), Παναγιώτης Μένεγος (αρχισυντάκτης popaganda.gr – ραδιοφωνικός παραγωγός Εν Λευκώ 87,7), Χίλντα Παπαδημητρίου (μεταφράστρια – συγγραφέας), Γιώργος Σάφος (ορθοπεδικός), Λάμπρος Τσάμης (dj Lofi), Πάνος Χαραλάμπους (εικαστικός), Δημήτρης Χατζής (Music Machine)
Μιλώντας για τα «κλαρίνα» μιλάμε για έναν κόσμο που μεγαλούργησε όλον το 20ο αιώνα. Δημοτικά κέντρα, πανηγύρια, καλλιτεχνικές συμπράξεις «ιερών τεράτων» (μουσικών και τραγουδιστών) και μια πλούσια δισκογραφία συνθέτουν ένα ιδιαίτερο σύμπλεγμα που αποκαλείται δημοτική μουσική παράδοση. Ο λαϊκοδημοτικός κόσμος είναι εδώ με όλους τους μετασχηματισμούς του. Μέσα από τις ειλικρινείς και τις από καρδιάς αφηγήσεις τους, σημαντικοί εκπρόσωποί του θα βρίσκονται μαζί μας. Πρόκειται να μας μιλήσουν (με αλφαβητική σειρά) οι: Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος (κλαρίνο), Γιώτα Γρίβα (τραγουδίστρια), Δημήτρης Ζάχος (τραγουδιστής), Χριστόδουλος Ζούμπας (μουσικός-λαούτο), Γιάννης Καψάλης (τραγουδιστής), Νίκος Κούρτης (διευθύνων σύμβουλος FM Records), Ιωάννης Κατσίγιαννης (τραγουδιστής), Γιάννης Καψάλης (τραγουδιστής), Δημήτρης Μανιάτης (δημοσιογράφος), Γιάννης Μητρόπουλος (διευθυντής Mega Recording Studios), Ιωάννης Μπάρμπας (ιδιοκτήτης «Αγρίμια»), Σωτήρης Σταματελάτος (ιδιοκτήτης General Music), Γωγώ Τσαμπά (τραγουδίστρια), Μάκης Τσίκος (μουσικός), Πετρολούκας Χαλκιάς (κλαρίνο)
Πιστοί στο ραντεβού τους με το επιβατικό κοινό οι οδηγοί ταξί μετατρέπουν, μοιραία, το όχημά τους στο κατεξοχήν «κινούμενο στέκι». Το ταξίμετρο γράφει την ταρίφα, το κοντέρ αμέτρητα χιλιόμετρα ενώ οι οδηγοί καταγράφουν στην μνήμη τους αμέτρητες ιστορίες και περιστατικά από την επαφή τους με τους θαμώνες –επιβάτες. «Υπουργοί, εγκληματίες, γυναίκες ελευθέρων ηθών, φτωχοί, μεθυσμένοι, στριφνοί και χαρούμενοι» παρελαύνουν από το ταξί συνθέτοντας ένα πολύχρωμο ανθρώπινο γαϊτανάκι. Οι «Πανεπιστημιακοί του δρόμου» λίγο πριν συγγράψουν ένα βιβλίο για τα μυστικά, τα «τυχερά» και τα ενδιαφέροντα στοιχεία του επαγγέλματός τους, μοιράζονται μαζί μας σκέψεις και συναισθήματα. Στην συντροφιά μας θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Θανάσης Γκιώνης (οδηγός ταξί), Κωνσταντίνος Γιαννόπουλος (Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων Σ.Α.Τ.Α), Κωνσταντίνος Δήμος (Γενικός Γραμματέας Σ.Α.Τ.Α), Σοφία Καβαδάτου (ραδιοχειρίστρια- ασυρματίστρια Ράδιο Ταξί ΚΟΣΜΟΣ), Γιώργος Καπάτος (αυτοκινητιστής), Σεραφείμ Κασιδιάρης (Αντιπρόεδρος Σ.Α.Τ.Α), Δημοσθένης Κατσαρός (αυτοκινητιστής), Ιωάννης Κουντούρης (αυτοκινητιστής), Δήμητρα Λιώνη (αυτοκινητίστρια), Ευθύμιος Λυμπερόπουλος (πρόεδρος Σ.Α.Τ.Α), Τάσος Νικολάου (αυτοκινητιστής), Χάρης Πασχαλίδης (μέλος Δ.Σ Ράδιο Ταξί ΚΟΣΜΟΣ), Ιωάννης Σαμούχος (οδηγός Ταξί), Βασίλης Σιάσσος (δημοσιογράφος, Υπεύθυνος Επικοινωνίας Σ.Α.Τ.Α), Γεώργιος Σπυρόπουλος (Πρόεδρος Ραδιοταξί Αστέρα)
«Από το καφενείο ξεκίνησαν όλα» ισχυρίζεται ο πρόεδρος των καφεπωλών Ιωάννης Κατσόγιαννης. Ο κατεξοχήν κοινωνικός χώρος εμφανίζεται στη δημόσια σφαίρα από τα χρόνια της αρχαίας Αγοράς όταν οι πολίτες συγκεντρώνονταν σε αντίστοιχους χώρους για να ακούσουν τις ειδήσεις της ημέρας. Οι «κοινωνικές μικρογραφίες» του ελληνισμού διατρέχουν αδιαλείπτως την ιστορία του λειτουργώντας ως «παρατηρητήρια» και ως «αναβατήρες» που μερικές φορές υψώνουν και κατέβαζουν κυβερνήσεις αλλά και ως οι πλέον ταυτόσημοι χώροι με την έννοια της παρέας. Ήχοι, μυρωδιές και συναισθήματα κατακλύζουν αυτά τα «ζωντανά κέντρα» που δεσπόζουν επιβλητικά σε κάθε γειτονιά της Αθήνας και της επαρχίας. Τις ιστορίες του καφέ μοιράζονται μαζί μας (με αλφαβητική σειρά) οι: Χρήστος Βάνας (ιδιοκτήτης η «Μουριά»), Παναγιώτης Γερολυμάτος (Επίτιμος Πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Παράδοσης), Ιωάννης Κατσόγιαννης (πρόεδρος Αδελφότητας Συλλόγου Καφεπωλών), Ίρις Κρητικού (ιστορικός Τέχνης- επιμελήτρια εκθέσεων), Μίλτος Κουρμπόγλου (φωτογράφος), Αγαθοκλής Λαμπίρης (ιδιοκτήτης καφενείο «Λαμπίρης»), Γιώργος Μαρκόπουλος (ποιητής), Παναγιώτης Μαυρόπουλος (ιδιοκτήτης καφενείου), Γιώργος Μυκονιάτης (ιδιοκτήτης καφενείου «Ναυάρχου Μπήτυ»), Άρτεμις Σκουμπουρδή (ξεναγός – αθηναιογράφος), Ορέστης Τάτσης (ηθοποιός), Βούλα Τζαχρήστα (ιδιοκτήτρια καφενείου «Άρτα»)
To facebook: Πεδίο επικοινωνίας ή αποξένωσης; Χώρος ψευδαίσθησης ή εναλλακτική μορφή διαμεσολάβησης; Μέσο κοινωνικοποίησης για τους μοναχικούς, ιδανική εστία για τους νάρκισσους, τα «φρικιά», τους αμφισβητίες, τους ροκάδες, τους λαϊκούς, τους νέους, τις μαμάδες και τους μπαμπάδες τους: Ένας αλάνθαστος κοινωνιολογικός τόμος σε συνέχειες! Γοητευτικός, ετερόκλητος και αντιφατικός, ο χώρος του facebook αποτελεί ένα διάλειμμα από την καθημερινότητα έναν «πειρατικό διαδικτυακό σταθμό», «μια καθημερινή εφημερίδα». Οι ξεναγοί μας σε αυτό το ιδιαίτερο διαδικτυακό ταξίδι θα είναι (με αλφαβητική σειρά) οι: Άρης Αλεξανδρής (thecurlysue.com), Ολίβια Γαβρίλη (ιδιοκτήτρια – διαχειρίστρια eimaimama.gr), Άρης Δημοκίδης (υπεύθυνος LIFO.gr), Αλεξάνδρα Κ* (σεναριογράφος), Νικήτας Κλιντ (Moriginal Beats- Ρόδες United), Φωτεινή Κορρέ (παρουσιάστρια-Youtuber), Αύγουστος Κορτώ (συγγραφέας), Δημήτρης Μανιάτης (δημοσιογράφος), Θεοδώρα Μόκκα (μαθήτρια), Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης (συγγραφέας), PAN PAN (Comic Artist –μουσικός), Χρήστος Πατριαρχέας (Γενικός γραμματέας της σελίδας «Κλαρινογαμπρός), Ορέστης Πλακιάς (υπεύθυνος επικοινωνίας ODEON), Νικόλας Ρομπότης (μαθητής), Γιάννης Σκαρπέλος (πρόεδρος τμήματος Επικοινωνίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο), Γιώργος Στασινόπουλος (μαθητής), Νίκη Σωτηροπούλου (Digital Marketing Director), Δανάη Ταγάρη (μαθήτρια), Θανάσης Τσούμας (Current Video Artist Illustrator)
Τι είναι τελικά οι λέσχες φίλων; Ίσως οι τελευταίες εναπομένουσες χαραμάδες αθωότητας και επιστροφής στην χαμένη μας παιδική ηλικία. Εκεί όπου οι παρέες γράφουν ανεξίτηλα τη δική τους ιστορία βρίσκοντας την δική τους πατρίδα. Η βόλτα στις λέσχες φίλων θα γίνει συνοδεία εκλεκτών προσκεκλημένων. Στην συντροφιά μας θα βρίσκονται (με αλφαβητική) σειρά οι: Απόστολος Αδαμίδης (πρόεδρος Λ.Φ Αστρολογίας), Δημήτρης Αμούργης (πρόεδρος Λ.Φ 2CV), Βαγγέλης Ατραϊδης (τραγουδοποιός), Στάθης Βλαχάκος (ιατρός), Κωνσταντίνα Βλαχοπούλου (αστρολόγος- δασκάλα του Ρείκι), Γιώργος Γεωργέλος (πρόεδρος Λ.Ε.Φ.Ι.Κ), Βασίλης Γιάννου (πρόεδρος ελληνικής Λέσχης Φίλων Μοτοσικλέτας), Όλια Γκόρη (δικηγόρος), Αναστάσιος Γρηγοριάδης (πρόεδρος Σωματείου Ε.Σ.ΠΑΙ.ΡΟ.Σ), Δημήτρης Κανελλόπουλος (δημοσιογράφος), Αντώνιος Καρατζίκος (πρόεδρος OAGE Greece), Γιάννης Καρναβάς (γραμματέας, Σύλλογος Φίλων Τάκη Καρναβά), Κώστας Κατσάπης (ιστορικός, Πάντειο Πανεπιστήμιο), Τζίμμυ Κορίνης (συγγραφέας), Ιωάννης Λάνδρου (αντιπρόεδρος κλασικής μοτοσικλέτας), Γιάννης Μαρίνης (φανοποιός-βαφέας αυτοκινήτων), Ανδρέας Μητρέλης (community φίλων B.S), Ιωάννης Μπαρδόπουλος (αστρολόγος), Μαριάννα Μπατζέρη (αστρολόγος), Φώτης Ντούζας (ηλεκτρολόγος), Παντελής Ξενητίδης (πρόεδρος, Λ.Φ Στέλιος Καζαντζίδης), Βασίλης Παπαδολιάς (αστρολόγος-προγραμματιστής) Βαγγέλης Πετρίτσης (ψυχολόγος- αστρολόγος), Βάνα Σεφεριάδου (αντιπρόεδρος Λ.Φ 2CV), Γιάννης Χωριανόπουλος (συνεργείο αυτοκινήτων).
Τα πρώτα δελτία του ΠΡΟΠΟ άρχισαν να διατίθενται σε μικρά μαγαζιά όπως γαλατάδικα και ψιλικατζίδικα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά στα τέλη της δεκαετίας του 50. Σταδιακά, τα πρώτα προποτζίδικα εμφανίζονται στις γειτονιές και από τότε μέχρι σήμερα συντροφεύουν αδιαλείπτως τους επίδοξους κυνηγούς της Θεάς Τύχης! Το μικρό ή μεγαλύτερο αντίτιμο του δελτίου συμμετοχής, είναι ένα εισιτήριο στο άγνωστο και μια αφορμή για μία καλημέρα, μία συζήτηση, μία επικοινωνία με τον διπλανό διεκδικητή του «άπιαστου». Τα προποτζίδικα μοιάζουν με «εφήμερες πατρίδες» με μαγικούς τόπους μετάβασης από την μουντή καθημερινότητα στον κόσμο της επιθυμίας μας! Φιλοξενούν συμπεριφορές, αγωνίες και ορίζουν τα στέκια της συναναστροφής και της ελπίδας. Στην συντροφιά μας σε αυτό το ταξίδι στον κόσμο της Τύχης θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Γιώργος Γεωργίου (δημοσιογράφος), Σταυρούλα Ζυγούρη (Ολυμπιονίκης της πάλης, πράκτορας ΟΠΑΠ), Νίκος Θωμαΐδης (ιδιωτικός υπάλληλος), Παναγιώτης Καρατζάς (πράκτορας ΟΠΑΠ), Δημήτρης Λεβίδας (τοπογράφος μηχανικός), Θεολόγος Λεοντίδης (Γενικός Γραμματέας Πρακτόρων Αττικής), Άννα Λυδάκη (καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), Παναγιώτης Μαντέλης (ηθοποιός-σκηνοθέτης), Ρόμπερτ Μέλλον (καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας- Πάντειο Πανεπιστήμιο), Κωνσταντίνος Μιχαλούδης (συνταξιούχος), Γιώργος Μουτσάτσος (έμπορος), Κώστας Μπουλιώτης (ιδιωτικός υπάλληλος), Γιώργος Παυριανός (στιχουργός- δημοσιογράφος Athens Voice), Αριστείδης Πετρούλης (συνταξιούχος), Λάμπρος Πισσάρης (ιδιωτικός υπάλληλος), Γιώργος Πουλημάς (πράκτορας ΟΠΑΠ), Καίτη Πουλημά (συνταξιούχος), Φώτης Τάγκαρης (συνταξιούχος), Κώστας Τρωϊανός (“Τσιμπίδας”, εφημερίδα Στοίχημα), Χαράλαμπος Χαραλαμπίδης (ομότιμος καθηγητής Στατιστικής και Επιχειρησιακής Έρευνας, ΕΚΠΑ).
Στοές: Οι εγκεφαλικές συνάψεις, οι αρτηρίες, ο λαβύρινθος και το ασυνείδητο της πόλης. Οι στοές της Αθήνας μοιάζουν με την ανοιχτή παρένθεση στην πολύβουη μεγαλούπολη και με παρασκήνια της κεντρικής αστικής σκηνής. Είναι η φωλιά για τους αργόσχολους, ένα σύντομο πέρασμα για τους βιαστικούς αλλά και ένας τόπος που άλλοτε έσφυζε από ζωή. Η περιήγηση μας σε αυτές θα γίνει παρουσία επίλεκτων ξεναγών – προσκεκλημένων. Στην παρέα μας θα βρίσκονται με (αλφαβητική σειρά) οι: Βαϊος Αδαμόπουλος (Ιδιοκτήτης Επιχείρησης), Γιάννης Αλαμπάνος (Ιδιοκτήτης Galaxy Bar), Κώστας Βλαμάκης (Διαχειριστής Στοάς), Φώτης Γεωργόπουλος (Στιλβωτήριον «Ο Φώτης» ), Μάρθα Γιαννακοπούλου (Αρχιτέκτων – Επιμελήτρια), Ηλίας Γιαννόπουλος (Ηλεκτρονικός), Κώστας Ζάμπελης (Φυσικός – Εκπαιδευτικός), Φώτης Ζαρείφης (Τρομπέτα), Βασίλειος Καμπύλης (Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω), Δημήτρης Κολιοδήμος (Κριτικός Κινηματογράφου), Θεόφιλος Λαζάρου (Κατασκεύη και Επισκευή Έγχορδων Μουσικών Οργάνων), Αθανάσιος Μαρούτας (Εκδότης), Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης (Συγγραφέας), Χαρίλαος Μπέτσιος (Δικηγόρος), Χάρης Μπίσκος (Αρχιτέκτονας), Μάριος Νικολαϊδης (Μουσικός Οίκος Νικολαϊδη), Άρης Παϊδουσης (Φιλοτελικό Κατάστημα), Τάσος Παπαϊωάννου (Γραφίστας), Κωνσταντίνος Ρεντζής (Ιδιοκτήτης Επιχείρησης), Νίκος Στάμου (Ιδιοκτήτης Disco Center), Γιώργος Τζιρτζιλάκης (Αρχιτέκτονας), Κώστας Φέρρης (Σκηνοθέτης), Άγγελος Φρατζής (Σκηνοθέτης), Δημήτρης Φύσσας (Συγγραφέας), Αγγελος Χατζής (Συνταξιούχος) και ο Χρήστος Χρυσόπουλος (Συγγραφέας).
Η απελευθέρωση, η απενοχοποίηση και η έκφραση είναι έννοιες ταυτόσημες με τον χορό. Έτσι, μοιραία, οι σχολές χορού ορίζουν τον ιδανικό τόπο για όσους θέλουν να δραπετεύσουν για λίγο από την ανία της καθημερινότητας. Αποχωριζόμενοι για λίγο τα συμβατικά ρούχα, οι απανταχού χορευτές και χορεύτριες (επαγγελματίες και μη) φορούν τα κοστούμια και τα παπούτσια του χορού. Από την πρώτη μελωδία, οι αισθήσεις ξυπνούν, τα κορμιά συντονίζονται, το πνεύμα και η ψυχή παραδίδονται άνευ όρων σε μια ακαταμάχητης γοητείας ιεροτελεστία: την μαγεία της χορευτικής κίνησης. Στην «χορευτική» μας συντροφιά θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Ευγενία Γαλεράκη (δασκάλα-performer εναέριων ακροβατικών), Ζοζεφίν Γιαννακοπούλου (χορογράφος), Ορέστης Δημητρίου (δάσκαλος tango), Μαρία Ιωαννίδου-Γερμανού (ηθοποιός-χορεύτρια), Σπύρος Καρβέλας (μουσικός), Αλίκη Κονσολάκη (δασκάλα pole dancing), Γαλάτεια Λασκαράκη (διευθύντρια σύνταξης Marie Claire), Αναστασία Ντέκα (χορογράφος, δασκάλα χορού), Γιάννης Ντοντσάκης (διευθυντής Ανώτερης Επαγγελματικής Σχολής Χορού Εθνικής Λυρικής Σκηνής), Θεμιστοκλής Παυλής (χορογράφος, δάσκαλος χορού), Σπύρος Πολυκανδριώτης (γραφίστας «sinc.gr»), Ιουλία Σελαλματζίδη (δασκάλα χορού), Ελευθερία Στάμου (χορεύτρια- σχολή λυρικής), Μαρία Σωτηροπούλου (σχεδιάστρια-μαθήτρια, performer εναέριων ακροβατικών), Γιάννης Τσιγκρής (χορευτής- χορογράφος), Άλκηστη Τριανταφύλλου (μαθήτρια), Κατερίνα Τσιούφη-Γιαγή (υπεύθυνη σχολής POLOSI), Δανάη Φραγκούλη (ιδιωτική υπάλληλος)
Ελεύθερα πνεύματα που αντιτίθενται στα στερεότυπα και την αβεβαιότητα του επαγγέλματός τους, πιστοί υπηρέτες της Τέχνης, αφηγητές της λύπης, της χαράς, του δράματος, εκφραστές της λύτρωσης, εκπρόσωποι της κάθαρσης. Πολλοί από αυτούς συχνάζουν στο Σπίτι του Ηθοποιού, το δικό τους στέκι, το «στολίδι» της Αθήνας όπως το αποκαλούν οι γείτονες της Αλκαμένους. Εκεί στεγάζονται αναμνήσεις, εξομολογούνται ανείπωτα μυστικά, εκφράζονται προβληματισμοί, αγωνίες και γεννιούνται όνειρα καλλιτεχνικά. Αυτά που τρέφουν και νοηματοδοτούν την ύπαρξή ενός ηθοποιού. Τραγούδια, καλλιτεχνικά δρώμενα και συναισθηματικές μαζώξεις όλα χωράνε εδώ. Το Σπίτι του Ηθοποιού ορίζει ένα καλλιτεχνικό καταφύγιο, έναν τόπο συνάντησης, έναν χώρο που οι τοίχοι του εσωκλείουν μιαν ακαταμάχητη συναισθηματική ζεστασιά. Ένα σπίτι προσιτό σε ανοιχτές ψυχές. Άνθρωποι της τέχνης, αγαπημένοι ηθοποιοί, αλλά και απλοί άνθρωποι θα μας ξεναγήσουν στο Σπίτι του Ηθοποιού με τις αληθινές και τρυφερές εξομολογήσεις τους. Οικοδεσπότες μας θα είναι (με αλφαβητική σειρά) οι: Άννα Αργυρού (μοδίστρα), Νίκος Βερλέκης (ηθοποιός), Κώστας Γεωργουσόπουλος (κριτικός θεάτρου), Γιάννης Γούτης (ηθοποιός), Ιωάννα Διονυσοπούλου (παραγωγός), Μέλπω Ζαρόκωστα (ηθοποιός, συγγραφέας), Τζένη Ζαχαροπούλου (ηθοποιός – Ταμίας του Ιδρύματος “Το Σπίτι του Ηθοποιού”), Βασιλική Ζιάκα (ιδιωτική υπάλληλος), Δημήτρης Θεοφίλου (ιδιοκτήτης εστιατορίου), Κωνσταντίνα Καρούμπαλη (οικιακά), Πάντης Κούσης (ηθοποιός), Άλεξ Κρητικός (ηθοποιός), Σπύρος Μερκούρης (τέως Πρόεδρος του Δικτύου των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης), Νίκος Μπακογιάννης (Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος το Σπίτι του Ηθοποιού), , Τρύφων Παπουτσής (ηθοποιός Ιδρύματος“Το Σπίτι του Ηθοποιού”),– Γραμματέας ), Αλέκος Φασιανός (ζωγράφος), Καίτη Φίνου (ηθοποιός), Άννα Φόνσου (ηθοποιός-Πρόεδρος του Ιδρύματος“Το Σπίτι του Ηθοποιού”).
Τα βιβλία που στριμώχνονται άναρχα στα ράφια ενός παλαιοβιβλιοπωλείου ανοίγουν διαλόγους. Συγγραφείς παλαιότερων και νεότερων εποχών , λησμονημένοι και αναγνωρισμένοι, νεκροί ή ζωντανοί, «συνομιλούν» με τους αναγνώστες τους. Βασική συνθήκη πραγμάτωσης αυτής της ιερής επικοινωνίας είναι η μύηση στην υπέρτατη ιεροτελεστία: εκείνη της αφής, της όσφρησης, της περιπλάνησης στο βιβλίο και τον κόσμο που περικλύει εντός του. Στο παλαιοβιβλιοπωλείο δεν υπάρχει χρόνος ή μάλλον λειτουργεί με τους δικούς του ρυθμούς. Κρίνεται αναγκαίο να τον αγνοήσεις παραδομένος στη μαγεία του βιβλίου και των σελίδων του, κατακτώντας έτσι την αθανασία που ζει μέσα σε αυτά. Κι αυτό γιατί οι χώροι του παλαιοβιβλιοπωλείου είναι κιβωτοί που διασχίζουν τον χρόνο μέσα στο «αρχιπέλαγος της γραφής το οποίο σηκώνει κύματα γνώσης, φαντασίας και εμπειρίας». Η περιήγηση στα παλαιοβιβλιοπωλεία θα γίνει συνοδεία ιδιαίτερων αφηγήσεων από εκλεκτούς προσκεκλημένους. Συνοδοιπόροι μας θα είναι (με αλφαβητική σειρά) οι: Γεώργιος Ασδέρης (θαμώνας παλαιοβιβλιοπωλείου), Γεώργιος Δολιανίτης (εκπαιδευτικός), Στέργια Κάββαλου (συγγραφέας), Διαμαντής Καράβολας (εκδότης-βιβλιοπώλης), Κυριάκος Κάσσης (συγγραφέας- συλλέκτης), Στέφανος Κολοβούρης (βιβλιοδέτης), Σπύρος Μαγαλειός (ρακοσυλλέκτης), Παναγιώτης Ν. Μακατσώρης (έμπορος παλαιών βιβλίων), Γιώργος Μαρκόπουλος (ποιητής), Ηλίας Μανούσος (συλλέκτης), Ροδόλφος Μορώνης (δημοσιογράφος), Χρήστος Μοσχανδρέου (επιχειρηματίας), Δημήτριος Μπαγέρης (συγγραφέας- ερευνητής), Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης (συγγραφέας), Χρήστος Νικολάκης (εκδότης), Παναγιώτης Νικολόπουλος (διευθυντής Εθνικής Βιβλιοθήκης), Jean –Bertold Orsini (συλλέκτης), Ανδρονίκη Παναγοπούλου (βιβλιοπώλης), Ιωάννης Πανουτσόπουλος (παλαιοβιβλιοπώλης-συγγραφέας), Γιώργος Παπαδάτος (παλαιοβιβλιοπώλης), Δημήτρης Ρέτσας (έμπορος παλαιών βιβλίων), Γιώργος Σπανός (εκδότης-βιβλιοπώλης), Τάκης Σπετσιώτης (σκηνοθέτης-συγγραφέας), Νίκος Σταθόπουλος (βιβλιοπώλης), Βάσια Τζανακάρη (συγγραφέας-μεταφράστρια), Βαγγέλης Τσουκάτος (φ
Λεμόνια Πόρου, φιρίκια Πηλίου, λάχανα Χαλκίδας, πατάτες Τρίπολης, ντομάτες Κρήτης. Μυρωδιές στον αέρα. Πανδαισία χρωμάτων, οσμών και γεύσεων που ταξιδεύουν από την γη της παραγωγής στους τόπους της κατανάλωσης. Η λαϊκή αποτελεί έναν σημαντικό θεσμό στην ιστορία της σύγχρονης πόλης. Τον πρωτοσυναντάμε στα μέσα της δεκαετίας του 20 όταν τα κοριτσόπουλα αγοράζουν λουλούδια, οι υπηρετριούλες γεμίζουν το καλάθι της ημέρας και οι κυράδες επιδίδονται σε κοσμικές συναντήσεις. Σταδιακά, στο πέρασμα του χρόνου ο ρυθμός εξέλιξης της λαϊκής αγοράς συνυπάρχει με τις αλλαγές που συντελούνται στο εσωτερικό της νεοελληνικής κοινωνίας. Έτσι, το εμπόριο του δρόμου ορίζει έναν ανοιχτό ορίζοντα όπου όλα είναι ορατά: οι ταξικές αντιθέσεις, τα αδιέξοδα, η πολυπολιτισμικότητα, στοιχεία που μετατρέπουν την λαϊκή σε ένα σύγχρονο πολύχρωμο αστικό ψηφιδωτό. Η αλληγορική αλλά και ουσιαστική επαφή του ανθρώπου της πόλης με την φύση, η σύγκληση των τάξεων, των ηλικιών, των διαφορετικών βαλαντίων πραγματοποιείται σε έναν βαθιά ανοιχτό και αταξικό χώρο, σε έναν ζωντανό τόπο συνεύρεσης και αρμονικής συνύπαρξης ετερόκλητων ατόμων. Η περιήγησή μας σε ένα από τα πιο αυθεντικά λαϊκά τοπόσημα θα πραγματοποιηθεί με την συνδρομή αγαπητών προσκεκλημένων που θα μας ξεναγήσουν στις λαϊκές αγορές. Στην παρέα μας θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Αποστόλης Αγαπητός (έμπορος), Δημήτρης Αντωνάκης (αγρότης), Χρυσόστομος Αντωνάκης (συνταξιούχος), Ναζίρ Αχμέτ (εργάτης στη λαχαναγορά), Γιώργος Βοζίκας (δρ. λαογραφίας), Γιώργος Θανάσαινας (αντιπρόεδρος Δ Λαϊκής Αθηνών, παραγωγός), Θοδωρής Καλαντώνης (έμπορος), Γεώργιος Κουντουριώτης (παραγωγή, εμπορία κηπευτικών), Λεωνίδας Οικονόμου (ανθρωπολόγος), Γιώργος Παρασκευόπουλος (οδηγός), Μιχάλης Πέτρου (δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, ερευνητής Ε.Κ.Κ.Ε), Ελευθέριος Σκιαδάς (δημοσιογράφος, πρόεδρος του Συλλόγου των Αθηναίων).
Η Αθήνα ως σύγχρονη πρωτεύουσα είναι ένα σταυροδρόμι διαφορετικών ιδεών και πολιτισμών. H κάμερα της εκπομπής συναντάει όσους ζούνε σε αυτήν την πόλη, ανεξαρτήτως εθνικότητας και καταγράφει μιά σκληρή πραγματικότητα που, παρόλη την βαρβαρότητα της, αποπνέει τρυφερότητα και αγάπη. Συνάνθρωποι μας που βιώνουν κοινωνικό ή οικονομικο αποκλεισμό, στερημένοι από βασικά αγαθά και στοιχειώδεις υπηρεσίες, επιβιώνουν ποικιλοτρόπως στο “περιθώριο” της πόλης. Μόνο που πλέον το “περιθώριο” βρίσκεται αναπόφευκτα στο ¨κέντρο¨ και ο κόσμος διαρκώς και απόφευκτα αλλάζει. Και εμείς, αλλάζουμε μαζί του, αφήνοντας πίσω μας στεροτυπικές εικόνες και επικοινωνιακά κλισέ του συρμού. Το θέμα του επεισοδίου θα μπορούσε κάλιστα να είναι η λαχτάρα για τη ζωή. Μεταξύ άλλων συμμετέχουν οι Κώστας Μαφουτα, Juela Sulejmanaj, Έρντα Πρέντσι και Ανδρομάχη Παπαϊωάννου από την οργάνωση Generation 2.0, οι Σαλώμη Γκουλαξίδου και Avtandi Zabakhidze από τον Πολιτιστικό Σύλλογο “Καύκασος”, οι Αμαλία Βασιλακάκη, Λουίς Χοσέ Βαλέντζια και Αχιλλέας Πεκλάρης από το “Στέκι Μεταναστών-Κοινωνικό Κέντρο”, οι Ahmed Masuk, Nannu Hossian, Syed Rasel Houssain και Jahir Dakua από την Ελληνικό Πολιτιστικό Σύλλογο του Μπαγκλαντές, οι Χριστίνα Λέντζιου, Yassey Said και Σίνα Κουσαβά από τον Ξενώνα Φιλοξενίας Προσφύγων “Ηώς”, οι Βίκυ Παπακωνσταντίνου και Maria Ines Garnica-Oliver από την “ASCLAYE”, ο Αντύππας Τζανέτος, Πρόεδρος ΜΚΟ “PRAXIS”, ο Νικήτας Κανάκης, Πρόεδρος “ΓΙΑΤΡΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ” και ο Daniel Balkew, Πρόεδρος Αιθιοπικής Κοινότητας Ελλάδας.
Το στίγμα. Το σημάδι. Η υπενθύμιση. Η υπέρβαση. Η αρχή της απελευθέρωσης. Η σάρκωση της ενσάρκωσης. Ένα εν εξελίξει, κινούμενο ζωντανό ημερολόγιο. Η καταγραφή των στιγμών και των παθών. Το τατουάζ ορίζεται ως ένα σταθερό σημείο αναφοράς σ’ έναν κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά μεταβαλλόμενο κόσμο. Η ιστορία της προέλευσής του χάνεται στα βάθη του χρόνου και των πολιτισμών, ωστόσο ανέκαθεν απηχούσε το αίσθημα του ανήκειν, προσδίδοντας ρόλους και ταυτότητα στα μέλη της εκάστοτε κοινωνίας που επέλεγαν να χαράξουν ανεξίτηλα το κορμί τους. Το καθαρό και λείο δέρμα που στις χώρες της Ασίας και της Αφρικής θεωρούταν ανένταχτο και κοινωνικά μετέωρο, «λερώνεται» στις χώρες της Δύσης και συνδέεται με το «κοινωνικό» περιθώριο και τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις για να «απελευθερωθεί» και να ενσωματωθεί σ’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε mainstream μαζική αστική κουλτούρα. Το χρόνο, το χώρο και τους ανθρώπους που σχετίζονται με τη φιλοσοφία της δερματοστιξίας διαδέχονται οι ποικίλες τεχνικές και τα διαφορετικά εργαλεία. Ωστόσο, ανέκαθεν, οι καλλιτέχνες της δερματοστιξίας όριζαν τους τελετάρχες μιας μυσταγωγικής διαδικασίας που μετέτρεπε το σώμα σ’ ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο έργο τέχνης. Οι χώροι όπου φιλοτεχνούνται τα τατουάζ, ανεξαρτήτως μεγέθους και αισθητικής, λειτουργούν ως οι απόλυτοι χώροι μετάβασης του άλλοτε «άδειου» σώματος, ως εστίες μιας εναλλακτικής επικοινωνίας με τον Εαυτό. Οι tattooartists είναι εκείνοι που μας γνωρίζουν για λίγο και μας «σημαδεύουν» για πάντα γι΄ αυτό και τα studios της δερματοστιξίας με τους ασφυκτικά γεμάτους τοίχους με τα αμέτρητα σχέδια για όλα τα γούστα, τις βελόνες και τα πολύχρωμα μελάνια φαντάζουν σαν τόποι-αντίδοτα στην υπαρξιακή μας μοναξιά. Τα τατουατζίδικα ανοίγουν τις πόρτες τους, οι καλλιτέχνες των tattoo διηγούνται τις ενδιαφέρουσες ιστορίες τους, ενώ οι απλοί λάτρεις των τατουάζ μας ξεναγούν στο νέο τους σώμα! Στην εκπομπή μιλούν -με αλφαβητική σειρά- οι: Νίκος Αθηναίου, (ιδιωτικός υπάλληλος), Στάθης Αλεξανδράκης (Noiz Art
«Ο χώρος του προβάδικου μοιάζει σαν το Καθαρτήριο της “Θείας Κωμωδίας” του Δάντη». Για τους πιστούς της μουσικής, ανεξαρτήτως του είδους που υπηρετούν, το προβάδικο είναι ένας χώρος τελετουργίας, ένας ιδιότυπος Κήπος των Μυστηρίων που εξασφαλίζει την ελεύθερη είσοδο στον πολυαναμενόμενο Παράδεισο της Μουσικής. Δεν είναι τυχαίο ότι τα προβάδικα ορίζουν τα παρεκκλήσια του συνοικιακού ροκ εν ρολ, όπου οι εκκολαπτόμενοι και, μη, μουσικοί «προσεύχονται», επικοινωνούν και εγκαταλείπουν για λίγο τις κοινωνικές συμβάσεις και τις «επίγειες κολάσεις» της καθημερινότητας. Ήδη στην εκπνοή της δεκαετίας του ’70 και την αυγή της δεκαετίας του ’80 τα προβάδικα «ξεφυτρώνουν» σαν τους ανθούς της αμφισβήτησης, σαν τους πυρήνες ενός εξελισσόμενου μουσικού κυττάρου στενά συνδεδεμένου με τη νεανική κουλτούρα της εποχής, σαν αναβλύζουσες πηγές έκφρασης του άλλοτε ανείπωτου, εκείνου που θέριευε και ασφυκτιούσε σε νεανικά δωμάτια και αυτοσχέδιους χώρους μουσικής παραγωγής, αναζητώντας επιτακτικά μια διέξοδο. Οι μουσικές αυτές αλάνες, πάντοτε δεκτικές σε πειραματισμούς και παντός είδους κραδασμούς, υποδέχονται ετερόκλητους μουσικούς μικρόκοσμους, έτοιμους να τα δώσουν όλα στο όνομα της δημιουργίας και του επερχόμενου live (μικρού, μεγάλου, εγχώριου αλλά και διεθνούς)! Οι τοίχοι τους ποτίζουν με ιδρώτα, ήχους εμπειρίες, μουσικά μυστικά και συνομιλίες, ενώ οι ενισχυτές, οι κονσόλες, τα μικρόφωνα, τα μουσικά όργανα, συντονίζονται απόλυτα σ’ ένα συνεχές ήχων, εμπειριών και συναισθημάτων. Ο χώρος της πρόβας κλείνει μέσα του το ξεγύμνωμα, την αλληλεγγύη, την παρέα, το τζαμάρισμα, τη βαθύτερη αλήθεια αυτού που περνάει ευλαβικά την πόρτα του. Σε κάθε έξοδο απ’ αυτόν δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος. Η κάμερα της εκπομπής επισκέπτεται ιστορικά προβάδικα της πόλης, κουβεντιάζει με τους ιδιοκτήτες τους και τρυπώνει στις πρόβες αγαπημένων συγκροτημάτων και μουσικών. Στην εκπομπή μιλούν οι: Θανάσης Αλεξανδρής (Ρόδες United), Phil.A. Barry (TribalStudio), Στέφανος Ελπιζιώτης (Karma Violens), Γιώργος Εμμανο
Η νταλίκα δεν μεταφέρει απλά ό,τι παράγεται και μεταφέρεται. Μοιάζει με το μέσο που, διασχίζοντας την άσφαλτο, ενώνει κόσμους, συντηρεί ακέραιους τους καημούς και κατασκευάζει για τους νταλικέρηδες τον μύθο ενός νοσταλγικού φυγάδα, εκείνου που φεύγει, ταξιδεύει, υπομένει και πάντα επιστρέφει. Το επάγγελμα του νταλικέρη είναι σκληρό, δύσκολο μα πάνω απ’ όλα γοητευτικό. Οι «ναυτικοί του δρόμου» έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τους κινδύνους, τη σωματική κούραση, τους προσωπικούς τους δαίμονες, τις εξωτερικές αλλά και τις εσωτερικές αποστάσεις. Από την άλλη, αντιλαμβάνονται κάθε ταξίδι σαν μια αφορμή για περιπέτεια και γνωριμία με άλλους κόσμους, συνιστώντας κατά κάποιον τρόπο τους μποέμ εξερευνητές νέων πατρίδων. Είναι εκείνοι που οικειοποιούνται όσο κανείς άλλος τον δημόσιο δρόμο και χώρο, αφήνοντας με τις ρόδες τους ανεξίτηλο το στίγμα και το άρωμα της πατρίδας. Το όχημα των αυτοκινητιστών αποτελεί το δεύτερο, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις το πρώτο, σπίτι τους. Ένα κινούμενο σπίτι που ανοίγει δρόμους, περικλείει τη μοναξιά και το νόστο και ενεργοποιεί «διαδρομές στα εσωτερικά τους τοπία». Στο περιθώριο του δρόμου γίνονται τα καλύτερα συναπαντήματα. Οι αλάνες που αράζουν οι νταλίκες ορίζουν τις μικρές πολιτείες, οι οποίες λειτουργούν ως τόποι συνάντησης, περισυλλογής και, ενίοτε, γλεντιού. Στα στέκια των νταλικέρηδων οι οδηγοί τρώνε, συζητούν, φορτώνουν τα εμπορεύματά τους, συντηρούν και «στολίζουν τα σπίτια τους» και παίρνουν μια ανάσα λίγο πριν λύσουν ξανά το χειρόφρενό τους. Η εκπομπή επισκέπτεται τα στέκια τους και οι οδηγοί μάς υποδέχονται εγκάρδια στην παρέα τους. Ένα ταξίδι στον κόσμο των χιλιομέτρων ξεκινά, παρουσία εκλεκτών προσκεκλημένων. Στην εκπομπή μιλούν -με αλφαβητική σειρά- οι: Εμμανουήλ Αγριμανάκης (εκδότης περιοδικού «ΤΡΟΧΟΙ & TIR»), Χριστόδουλος Αδαμούδης (αυτοκινητιστής), Γιώργος Καραμάνης (οδηγός), Μάρτυ Λάμπρου (συγγραφέας «Με Λυμένο Χειρόφρενο»), Μιχάλης Μακρής (οδηγός), Φίλιππος Μαυροδήμος (οδηγός), Γεώργιος Μιχαηλίδης (βουλκανιζατέ
Το καλλίγραμμο σώμα: Η αποθέωση του ωραίου. Η ευρρωστία. Ο κώδικας της ύψιστης αισθητικής. Το όχημα του ερωτισμού. Οι απανταχού αθλούμενοι όλων των εποχών λατρεύουν το καλλίγραμμο σώμα των αρχαίων γλυπτών, εξιδανικεύουν τους υπερήρωες των κόμικς και αποθεώνουν τους ογκώδεις πρωταγωνιστές της μεγάλης οθόνης που καταφέρνουν το άπιαστο και το θεωρητικά ασύλληπτο. Το γυμνασμένο σώμα τίθεται στο επίκεντρο της θέασης, ενώ η κατάκτησή του λαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός προσωπικού στοιχήματος που κερδίζεται με πόνο και ιδρώτα στους χώρους άθλησης. Από αρχαιοτάτων χρόνων οι χώροι αυτοί υπήρξαν κέντρα αυτό-διαμόρφωσης, προσωπικής εξέλιξης και ομαδικής επικοινωνίας. Από την αρένα, στο «σιδεράδικο» και από εκεί στα μαζικά και «εξειδικευμένα» κέντρα εκγύμνασης, τα γυμναστήρια όριζαν χώρους που εξέφραζαν όσο κανένας άλλος το ρεύμα, τις ανάγκες και τα πρότυπα της κάθε εποχής. «Στο γυμναστήριο το άτομο επαναδιαπραγματεύεται και επανακαθορίζει την σχέση του με το σώμα του, τους γύρω του και την κοινωνία», αποτελώντας έναν απόλυτα αταξικό χώρο. Νέοι και ηλικιωμένοι, άνδρες και γυναίκες, νοικοκυρές και άνεργοι, φοιτητές, οικοδόμοι και γιατροί, μπράβοι και καθηγητές Πανεπιστημίων είναι όλοι ίσοι κάτω από την μπάρα! Οι καθ’ όλα «ερωτογενείς» χώροι άθλησης, προάγουν την αλληλεγγύη, φέρνουν κοντά ετερόκλητους ανθρώπους και οικοδομούν σχέσεις ουσιαστικές δομημένες στον ιδρώτα, προσφέροντας στο άτομο μία μοναδική ευκαιρία: να υπερασπιστεί το κάλλος του. Οι άνθρωποι των γυμναστηρίων μας ξεναγούν στους χώρους τους και μας αποκαλύπτουν μυστικά ευεξίας. Στην εκπομπή μιλούν -με αλφαβητική σειρά- οι: Χαράλαμπος Αβελκίου (γυμναστής-φυσιοθεραπευτής), Μαρούσα Αληφραγκή (αστυνομικός), Κωνσταντίνος Ανανίδας (γλύπτης-ζωγράφος), Γιάννης Βασάλος (προπονητής σωματικής διάπλασης), Σπυρίδων Γερμενής (αθλητής της Σωματοδομικής και πρωταθλητής στη χειροπάλη), Αγγελική Δρακωνάκη (φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής), Γιώργος Ιγγλέσης (αθλούμενος), Γιάννης Κούκος (bodybuilder), Νίκος Κρόμπας (οδοντίατρος), Δήμητρα
Ο επιτυχημένος γάμος, μεταπολεμικά, ορίζει την απόλυτη ενσάρκωση του «ελληνικού ονείρου». Με δεδομένο ότι οι αναταράξεις του συναισθήματος που προκαλεί ο έρωτας κάθε άλλο παρά αποτελούσαν ορθό οδηγό επιλογής συντρόφου, η προξενήτρα αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο της «μεθοδευμένης» συναλλαγής! Έτσι, σταδιακά, μετατρέπεται στο πιο σεβαστό πρόσωπο της γειτονιάς, επιστρατεύοντας την πειθώ της, μεταφέροντας εκατέρωθεν τις απαιτούμενες πληροφορίες και, εν τέλει, ενώνοντας τα ζευγάρια στο όνομα της «ιερής συμμαχίας» των δύο φύλων. Τα χρόνια περνούν, η κοινωνία και οι απαιτήσεις της αλλάζουν και η προξενήτρα αντικαθίσταται από τα πρώτα γραφεία συνοικεσίων, έναν τόπο γνωριμιών όπου με απόλυτη εχεμύθεια, διακριτικότητα και αποτελεσματικότητα συντελείται η «ανώτερη ένωση» των άλλοτε ασύμπτωτων κόσμων! Ευκατάστατοι κύριοι, εμφανίσιμες δεσποινίδες, μορφωμένοι και καλοστεκούμενοι νέοι, αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι που αναζητούν συντροφιά (με καλό σκοπό) συμμετέχουν σε ένα δίκτυο που υπηρετεί πιστά και αδιάκοπα την ιδέα του «ιδανικού συζυγικού μοντέλου». Οι, αεικίνητοι, ιδιοκτήτες των γραφείων συνοικεσίων εκπληρώνουν αυτό που οι συνθήκες της ζωής δεν κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν για τους ενδιαφερόμενους: να τους φέρουν σε επαφή με το άλλο τους μισό, εκείνο, δηλαδή, που συνδυάζει τον έρωτα με τις αντικειμενικές προϋποθέσεις. Σήμερα, όπου οι γνωριμίες έχουν μεταφερθεί από τα μπαρ στο διαδίκτυο, τα γραφεία συνοικεσίων επιμένουν να υπάρχουν σε πείσμα των καιρών και εκείνων που τα θεωρούν παλιομοδίτικα και ξεπερασμένα «στέκια». Η εκπομπή επισκέπτεται κάποια απ’ αυτά, συνομιλεί με τους σύγχρονους προξενητάδες και γνωρίζει ερωτευμένα ζευγάρια που αφηγούνται ιστορίες έρωτα και βαθιάς αγάπης! Στην εκπομπή μιλούν, με αλφαβητική σειρά, οι: Ελευθέριος Αλεξάκης (διευθυντής Ερευνών Κέντρου Λαογραφίας – πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εθνολογίας), Ευάγγελος Αυδίκος (καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας), Λουίζα Βογιατζή (ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια), Δήμητρα Δριμάλα (νοσηλεύτρια), Βέρα Καλογε
«Το Χάραμα: Ένα κέντρο μακριά από το κέντρο αλλά μέσα στην καρδιά όλων εκείνων που πέρασαν ένα βράδυ της ζωής τους εκεί και που ακούγοντας τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου και τον Παπαϊωάννου γίνονταν αυτόπτες μάρτυρες της μουσικής ιστορίας που γραφόταν κάθε βράδυ εκεί και που αργότερα έγινε μύθος.» Ο μύθος του «Χαράματος» ξεκινάει στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και γιγαντώνεται την ανατολή της δεκαετίας του ’70, όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης ανεβαίνει στο πάλκο. Ίσως κανένας άλλος χώρος της εποχής δεν εσώκλειε τέτοια μυστηριακή ενέργεια, δεν ανέδιδε τέτοιον ερωτισμό, δεν εγκιβώτιζε τόσο πηγαία κάθε λογής συναισθήματα και δεν εξομοίωνε διαφορετικές ηλικίες, κοινωνικές τάξεις και «κάστες ανθρώπων». Το «Χάραμα» παρέδιδε ταχύρρυθμα μαθήματα μουσικής συναισθηματικής αγωγής με το μουσικό του πρόγραμμα να ορίζει την απόλυτη τελετουργία, εκείνη που εξέφραζε το «ανείπωτο» και το απόλυτα ζητούμενο. Κάτω από το πάλκο, οι «μουσαφιραίοι»: φοιτητές, οικοδόμοι, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, δημοσιογράφοι, πολιτικοί και οι μεγάλοι σταρ της εποχής. Πάνω στο πάλκο, οι «νοικοκυραίοι»: ο ακούραστος εργάτης του πάλκου, Γιάννης Παπαϊωάννου. Η δωρική και ρέουσα κυρία του λαϊκού, Σωτηρία Μπέλλου. Η πιστή και μεγαλειώδης μουσική κομπανία και στο επίκεντρο όλων, ο Βασίλης Τσιτσάνης: ο «ιερέας» του πάλκου που με τις πενιές του μεταμόρφωνε το πρόγραμμα σε μία ιδιότυπη μουσική «Θεία Κοινωνία». Στο μέσο, η πίστα: η τρεμάμενη πίστα. Εκείνη που δεν επέτρεπε ανορθογραφίες και που έσπρωχνε μακριά της τους μη γνώστες, απογειώνοντας τους άξιους χορευτές. Για τους πιστούς του, το «Χάραμα» όριζε ένα πολιτικό, ψυχαγωγικό και μορφωτικό τέμενος. Ακόμα και σήμερα, που δείχνει ρημαγμένο, διατηρεί τη δική του γλώσσα: μια γλώσσα σιωπηλή «που φωνάζει στο αυτί σου και σου λέει διάφορα». Η αναβίωση του ιερού αυτού χώρου θα γίνει μέσα από τις συγκινητικές αφηγήσεις επίλεκτων προσκεκλημένων. Συγκεκριμένα, στο ντοκιμαντέρ μιλούν -με αλφαβητική σειρά- οι: Ελένη Γεράνη (τραγουδίστρια), Νίκος Γρετός (ορθοπεδικός χει
Στις αρχές του 20ού αιώνα ένα νέο είδος θεάματος κάνει την εμφάνισή του με το φιλοθεάμον κοινό να το υποδέχεται ένθερμα και εγκάρδια. Το βαριετέ, που είλκυε την καταγωγή του από τους θιάσους της Ευρώπης, προσαρμόστηκε με επιτυχία στα δεδομένα της εποχής, της ελληνικής πραγματικότητας και στη δίψα του κοινού που ελλείψει του άρτου διψούσε για θεάματα! Από τα Παριλίσσια θέατρα ώς τη Μάντρα του Αττίκ και από την Όαση, στο Άλσος, το Green Park και το Άκρον, οι σκηνές αυτές λειτουργούσαν ως κυψέλες χαράς και πηγαίας αυθεντικής διασκέδασης. Η δομή του παρεχόμενου θεάματος στηριζόταν στην ποικιλία με βασική «πρώτη ύλη» το χορό, το τραγούδι και την εύστοχη κοινωνική σάτιρα. Οι τελετάρχες των βαριετέ δεν ήταν άλλοι από τους κονφερανσιέ, οι οποίοι σαν άλλοι «θαυματοποιοί» ενορχήστρωναν ένα ετερόκλητο φαντασμαγορικό θέαμα σε μία ενιαία μαγική παρέλαση ζογκλέρ, ταχυδακτυλουργών, ηθοποιών, χορευτών και επίδοξων ταλέντων που ξεπηδούσαν από το θεατρικό σανίδι και προσέφεραν έναντι χαμηλού αντιτίμου μια φθηνή αλλά ολοκληρωμένη πρόταση ψυχαγωγίας. Τα βαριετέ και μετέπειτα λαϊκά αναψυκτήρια όριζαν τις αισθητικές καταγραφές μιας Ελλάδας που έκλεινε το μάτι στα δεινά της, την εκδίκηση του μέσου Έλληνα που απολάμβανε τα ινδάλματα της εποχής, πίνοντας την πορτοκαλάδα του με την οικογένειά του σ’ έναν υπαίθριο «αταξικό χώρο» πλήρως απογυμνωμένο από κάθε στολίδι της lifestyle κουλτούρας. Οι πόρτες τους μπορεί να σφραγίστηκαν, αλλά παρέμεινε ανεξίτηλο το στίγμα της διασκέδασης μιας άλλης εποχής: αθεράπευτα ρομαντικής, αθώας, απενοχοποιημένης και μεγαλειώδους μέσα στην απλότητά της. Η περιήγησή μας στο μαγικό κόσμο των βαριετέ και των αναψυκτηρίων θα πραγματοποιηθεί παρουσία εκλεκτών καλεσμένων. Συγκεκριμένα, στο ντοκιμαντέρ μιλούν -με αλφαβητική σειρά- οι: Αγνή (ερμηνεύτρια), Μαρία Αριστοπούλου (κόρη Φίλωνος Αρία), Φώντας Βουγάς (ηθοποιός-κονφερασιέ), Κώστας Γεωργουσόπουλος (κριτικός θεάτρου), Μανώλης Δεστούνης (ηθοποιός), Ελπίδα (ερμηνεύτρια), Κρίστοφερ Έξαρχος (ταχυδακτυλουργός), Μ
Μικρά και μεγάλα βαζάκια, φιαλίδια, σωληνάρια που κλείνουν μέσα τους τα μυστικά της «μεταμόρφωσης», βούρτσες, χτένες είναι μόνο μερικά από τα όπλα που επιστρατεύονται για την κατάκτησή της. Σε περίοπτη θέση πιστολάκια, ψαλίδια αλλά και έντυπα μόδας και στυλ που γλυκαίνουν την αναμονή στους βολικούς και φιλόξενους καναπέδες τους. Και γύρω-γύρω οι καθρέφτες: οι σιωπηλοί επιτηρητές της «μεγάλης αλλαγής». Το κομμωτήριο ως χώρος αποδοχής και συνενοχής, θεωρείται ένα ασφαλές καταφύγιο με τις πόρτες του να μοιάζουν με πύλες εισόδου σε έναν προστατευτικό μικρόκοσμο παρασκηνίου, στον οποίο οι γυναίκες αποσύρονται για λίγο, ώστε να εμφανιστούν αργότερα στη δημόσια σκηνή πιο όμορφες, κομψές και ανανεωμένες. Ο χρόνος σ’ αυτά είναι ιερός, ενώ ο λουτήρας ξεπλένει με μαγικό τρόπο, έστω και στιγμιαία, τα όποια προβλήματα φέρει μαζί της η κάθε πελάτισσα. Οι κομμωτές και κομμώτριες μετατρέπονται σταδιακά από επαγγελματίες του στυλ σε έμπιστους φίλους και εξομολόγους που νοιάζονται, ακούν προβλήματα, κρατούν μυστικά. Έτσι, τα σαλόνια ομορφιάς λειτουργούν παράλληλα σαν τόποι αλληλεπίδρασης, εγγύτητας και βαθιάς ανθρώπινης επικοινωνίας. Πώς αλλιώς άλλωστε, αν αναλογιστεί κανείς, ότι μετά τη μητέρα και τον σύντροφο, ο κομμωτής/κομμώτρια είναι το τρίτο πρόσωπο που ακουμπά τόσο άμεσα και διαπεραστικά ένα γυναικείο κεφάλι; Η εκπομπή επισκέπτεται ορισμένους «ναούς ομορφιάς» και ακούει τρυφερές και ενδιαφέρουσες ιστορίες κομμωτηρίου διά στόματος κομμωτών, κομμωτριών και πελατισσών. Συγκεκριμένα, στο ντοκιμαντέρ μιλούν -με αλφαβητική σειρά- οι: Ιωάννης Αγγελόπουλος (ιδιοκτήτης κομμωτηρίων-κομμωτής), Νικόλας Αγγελόπουλος (ιδιοκτήτης κομμωτηρίων-κομμωτής), Χιρόκο Γιοσίντα (πελάτισσα), Σπύρος Γραμμένος (κομμωτής-τραγουδοποιός), Αλίκη Δέμη (μοντελίστ), Ζάρα Καλλίτση (κομμώτρια), Αλεξάνδρα Κλάδη (τραγουδοποιός- τραγουδίστρια), Νίκος Κούρος (LPS Creative Director), Ειρήνη Κουτελά (σύμβουλος ψυχικής υγείας- ψυχοθεραπεύτρια), Δήμητρα Μακρυνιώτη (κοινωνιολόγος), Μαργαρίτα Μαντά (σκηνοθέτις), Αθηνά
Τα άτομα της τρίτης ηλικίας δείχνουν να ασφυκτιούν στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους, νιώθοντας εγκλωβισμένοι μέσα στις πιτζάμες, στα νυχτικά και στις παντόφλες. Για το λόγο αυτό κάνουν τη «Μεγάλη Έξοδο», ξεμακραίνουν από το σπίτι και κατευθύνονται προς τα Κέντρα Ανοιχτής Προστασίας ή αλλιώς Λέσχες Φιλίας. Εκεί συναντούν τους φίλους τους, συζητούν για τα κατορθώματα των εγγονών τους και πίνουν τον πιο εύγευστο καφέ της ημέρας. Σ’ αυτήν την «παιδική χαρά», όπως τη χαρακτηρίζουν, οι δραστηριότητές τους είναι πολλές και αρκετές για όλα τα γούστα: από τα μαθήματα εικαστικών ξεπηδούν οι πιο φωτεινοί και πολύχρωμοι πίνακες που αναπαριστούν τα πιο όμορφα πρόσωπα και τοπία. Μέσα από τη χορωδία διακρίνονται οι καλλίφωνοι τραγουδιστές, ενώ από το θεατρικό εργαστήρι ξεχωρίζουν οι χαρισματικοί ερμηνευτές! Τέλος, με μεγάλη έκπληξη διαπιστώνεται ότι μέσα από τα ΚΑΠΗ, ο ψηφιακός κόσμος γίνεται πλέον προσιτός στους ανθρώπους που έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα δεύτερα «-ήντα» και που σερφάροντας επιδέξια κατακτούν με επιτυχία τους άλλοτε αδιάβατους, μακρινούς και άγνωστους κόσμους. Τα ΚΑΠΗ – Λέσχες Φιλίας λειτουργούν ως κυψέλες χαράς, επικοινωνίας, ευεξίας και ίσως είναι τα πιο αποτελεσματικά αντίδοτα ενάντια στη μοναξιά και τη μονοτονία. Οι φιλίες που δημιουργούνται με τους υπεύθυνους αυτών των χώρων αλλά και τους υπόλοιπους ηλικιωμένους, είναι κάτι παραπάνω από δυνατές, ενώ τα καθημερινά αυτοσχέδια γλέντια τους βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη! Οι «αμετανόητοι νέοι» μάς παραδίδουν ταχύρρυθμα μαθήματα συναισθηματικής αγωγής, υπενθυμίζοντάς μας εμφατικά πώς: «Τα γηρατειά δεν είναι όταν τα μαλλιά ασπρίζουν, αλλά όταν η καρδιά μαυρίζει!». Πλοηγοί μας σ’ αυτό το άκρως συναισθηματικό ταξίδι στον κόσμο της τρίτης ηλικίας, είναι οι θαμώνες των ΚΑΠΗ με τις τρυφερές και βαθιά ανθρώπινες αφηγήσεις και εξομολογήσεις τους. Οι εκλεκτοί μας προσκεκλημένοι είναι (με αλφαβητική σειρά) οι: Σταύρος Αδαμαντίδης, Δημήτρης Αδαμόπουλος, Στέλλα Αθανασίου, Ελένη Αλιπράντη, Χρήστος Αλμπάνης, Μαρί
Το γόνιμο πεδίο για τη γέννηση της «καψούρας». Το ασφαλές απάγκιο των μοναχικών και των κατατρεγμένων. Η «αγία προστάτιδα» της υπερήφανης εργατικής τάξης, εκείνης που υφαίνει το γοητευτικό της πέπλο στα μάτια και στο φαντασιακό των παρατηρητών της. Στον απόηχο της ημέρας και ανάμεσα στα σκοτεινά κτίρια και στη φαινομενική ερημιά της πόλης, τα πλάσματα της νύχτας διακρίνουν το φως που διαχέεται από τα πάσης φύσεως διανυκτερεύοντα. Τους νυχτερινούς φωτεινούς οδοδείκτες, τους συμμάχους μας στα προσωπικά μας σκοτάδια. Πρόκειται για χώρους παρηγοριάς και ανακούφισης για εκείνους που δεν τους χωράει το κρεβάτι, που συνειδητά «ξεχειλώνουν» τον συμβατικό χρόνο και που συγχρονίζουν τα εσωτερικά τους ρολόγια σε αντίθετους χρόνους. Οι εργαζόμενοι σε χώρους που διανυκτερεύουν είναι κάτι σαν φύλακες άγγελοι, σαν άγρυπνοι φρουροί, κόντρα στα υπαρξιακά μας χαρακώματα και τις βαθύτερες ανάγκες μας. Ικανοποιούν την πείνα μας, ακούν τις ιστορίες μας, προσφέρουν τη χαρά των οφθαλμών μας, μας σερβίρουν τα πιο ανακουφιστικά ποτά, κρατούν το δρόμο μας (ακόμη και το αυτοκίνητό μας) καθαρό, μας προμηθεύουν με τα απαραίτητα καύσιμα, είναι εκεί για τις γεννήσεις, ενώ ορισμένοι παρέχουν ακόμη και υπηρεσίες θανάτων. Των θανάτων μας. Οι ακούραστοι εργάτες της νύχτας έχουν δει, ζήσει και ακούσει πολύ περισσότερα σε σχέση με τους ανθρώπους της μέρας, γνωρίζοντας καλά ένα μόνο πράγμα: «Πως τη μέρα μπορείς να επιβιώσεις χωρίς μπέσα, τη νύχτα όμως δεν θα τα καταφέρεις». Τα διανυκτερεύοντα στέκια μάς ανοίγουν την πόρτα τους και οι άνθρωποί τους την καρδιά τους, αφηγούμενοι νυχτερινές γοητευτικές ιστορίες. Είναι εκείνοι που θα μας χαρίσουν απλόχερα μια μεγάλη μέρα μέσα στη νύχτα: Τριαντάφυλλος Δημόπουλος (υπάλληλος Κάντο Labiko), Κώστας Δήμου (υπάλληλος καθαριότητας), Καλλιόπη Ηλία (υπεύθυνη καταστήματος Ciao Italia), Δημήτρης Ζαχαρόπουλος (μαιευτήρας γυναικολόγος – διδάκτωρ Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Καζαντζίδης (χειριστής απορριμματοφόρου οχήματος), Άκης Καπράνος (κριτικός κι
Στην καρδιά της Αθήνας, σ’ ένα μικρό οικοδομικό τετράγωνο, η ιστορία συναντά το παρόν και οι αναμνήσεις αναβιώνουν στοιβαγμένες σε βιτρίνες, πάγκους και ράφια. Η πλατεία Αβησσυνίας αποτελεί μια χρονοκάψουλα, όπου «η νέα εκδοχή του παρόντος τροφοδοτείται από το παρελθόν». Η έννοια του παζαριού και των μικρομάγαζων (που ορίζουν το αθηναϊκό εμπορικό κέντρο) εμφανίζονται από την αρχαιότητα και διατηρούνται στην πορεία των χρόνων παρέα με τις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, αποτελώντας, ωστόσο, αναπόσπαστο κομμάτι της αστικής κουλτούρας. Απόδειξη του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της πλατείας δεν είναι μόνο τα ιδιαίτερα αντικείμενα που σμίγουν στο παζάρι, ενώνοντας την Ανατολή με τη Δύση, αλλά και το ίδιο της το όνομα που έλκει την καταγωγή του από την παρουσία και δράση των Αιθιόπων (κατοίκων της Αβησσυνίας) σ’ αυτό το ζωντανό κομμάτι του αστικού τοπίου. Τα μικρομάγαζα, τα πολύχρωμα στολίδια της πλατείας, θεωρούνται πόλος έλξης για νεαρούς συλλέκτες, «μεγαλοκαρχαρίες», έμπειρους ανιχνευτές πολιτιστικών αντικειμένων, μεταπωλητές και απλούς περιπλανώμενους που αναζητούν με μανία χαμένους θησαυρούς! Από την άλλη, οι ιδιοκτήτες των παλαιοπωλείων, οι ιδιότυποι καταγραφείς της παλαιότερης και σύγχρονης Ιστορίας, εκθέτουν με περηφάνια την πραμάτεια τους, ενώνοντας διαφορετικούς κόσμους σ’ έναν τόπο όπου τους καλοδέχεται όλους! Ετερόκλητα αντικείμενα, αντίκες, σπάνια έργα τέχνης, βιβλία, δίσκοι βρίσκουν πάλι τη χαμένη τους ζωή σε μια πολύχρωμη γιορτή που σε προσκαλεί να τη ζήσεις απενοχοποιημένα, είτε «ως νοσταλγός του παρελθόντος, είτε ως γλεντζές του παρόντος». Το Μοναστηράκι και η πέριξ περιοχή του φορά τα καλά του και μας υποδέχεται σε μία πρωτόγνωρη εξερεύνηση αλλοτινών μυρωδιών, ιστοριών, συναισθημάτων και εμπειριών που υπάρχουν και εκτυλίσσονται σε χρόνο ενεστώτα. Συντροφιά μας στον ιδιαίτερο χώρο της πλατείας Αβησσυνίας θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Αθηνόδωρος Αθανασόπουλος (παλαιοπώλης), Γιάννης Γεωργίου-Κατσαρός (παλαιοπώλης – αντιπρόεδρος Σ
Το παλλόμενο φως της επιγραφής «ΑΝΟΙΧΤΟ» που θα συναντήσει κανείς σχεδόν σε όλες τις καντίνες είναι, το λιγότερο, ανακουφιστικό για κάθε ξενύχτη που αναζητεί εναγωνίως ένα γρήγορο και νόστιμο «μεταβραδινό». Μία νυχτερινή βόλτα στους κεντρικούς αλλά και πιο κρυμμένους δρόμους της Αθήνας θα επιβεβαιώσει ότι οι καντίνες ξορκίζουν εκτός από την πείνα και τη μοναξιά που κυριαρχεί στο νυχτερινό τοπίο. Από τα μικρά πρόχειρα στημένα καρότσια μέχρι τα σύγχρονα «βρόμικα», οι καντίνες (είτε στηρίζονται σε ρόδες είτε πατούν στη γη) αποτελούν το στέκι που στεγάζει την ένοχη απόλαυση για την κατανάλωση μιας αμαρτωλής λιχουδιάς, την οποία αναζητούν όλοι τις τελευταίες ώρες της ημέρας που φεύγει και τις πρώτες, της ημέρας που έρχεται. Οι καντίνες ξεχωρίζουν για την αισθητική τους. Εκκεντρικές μέσα στην απλότητά τους αδιαφορούν για την ύπαρξη του σερβίτσιου και του τραπεζομάντηλου των «καθώς πρέπει εστιατορίων», φέρνοντας σε επαφή τον πελάτη με το «αντικείμενο του πόθου του» χωρίς απολύτως καμία διαμεσολάβηση. Από την άλλη, οι άνθρωποι της καντίνας είναι πλήρεις: υλικών και φαντασίας που διαθέτουν στο μαγειρικό τους οπλοστάσιο και εμπειριών από τις τόσες ιστορίες και περιστατικά που τους έχουν συμβεί στο πέρασμα των χρόνων. Ήρεμοι και ετοιμοπόλεμοι να ικανοποιήσουν από τον πιο απαιτητικό ουρανίσκο με το φαγητό τους μέχρι και την πιο πεινασμένη ψυχή με τον καλό τους λόγο, οι άνθρωποι της καντίνας θα κυριαρχούν πάντα σε κάποια ιστορία από τα ξενύχτια μας! Τα «Στέκια» πραγματοποιούν ένα νυχτερινό γαστριμαργικό ταξίδι στις καντίνες της Αθήνας, συναντούν τους ανθρώπους τους, μαθαίνουν τα μυστικά του καλού «βρώμικου» και διαπιστώνουν ότι ένας ταξιτζής, μία δημοσιογράφος, ένας συγγραφέας και ένας Παοκτζής έχουν κάτι κοινό: περιμένουν το ίδιο καρτερικά στην ουρά για ένα σάντουιτς με «απ’ όλα»! Πιο συγκεκριμένα, στην παρέα μας βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Νάσος Αγουρίδης (ιδιοκτήτης καντίνας), Αντώνης Αρβανιτάκης (ιδιωτικός υπάλληλος), Κωνσταντίνα Βεκιάρη (κληρονόμος), Χρυσάνθη Γ
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, αρχίζει ο εποικισμός του Πειραιά από νησιώτες και το μικρό ψαροχώρι αρχίζει να μεταμορφώνεται. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1830, όταν ιδρύεται ο Δήμος του Πειραιά και όπως σε κάθε λιμάνι πρώτο μέλημα είναι ο περιορισμός της παραβατικότητας και της πορνείας. Ο τόπος εξοβελισμού σύμφωνα με το εκ Γαλλίας δόγμα της «ανοχής και επιτήρησης» προσδιορίζεται, πέρα από το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, σε μια ελώδη περιοχή από την οποία είχε πάρει το όνομά της. Τα «Βούρλα», στο περιθώριο του αστικού τοπίου αλλά και της ηθικής ζωής, εγκαινίαζαν την ανάδυση μιας άγριας πόλης με «ενδημικά στοιχεία» τους καβγάδες, τα ναρκωτικά, την εξαθλιώση και τον αγοραίο έρωτα. Περιχαρακωμένο ανάμεσα στις σημερινές οδούς Εθνικής Αντιστάσεως, Δογάνης, Σωκράτους και Ψαρών και σε έκταση 12 στρεμμάτων, στις αρχές του 1876, χτίζεται το πρώτο Δημόσιο Πορνείο της πόλης του Πειραιά. Το κτιριακό συγκρότημα με τους ψηλούς μαντρότοιχους εσωκλείει τον πόνο και τη δυστυχία πολλών γυναικών σε καθεστώς εγκλεισμού υπό τον έλεγχο της Αστυνομίας. Ενίοτε δε, χρησιμοποιείται και ως μέθοδος σωφρονισμού για τις άτακτες ψυχοκόρες ή υπηρέτριες. Κάπως έτσι οικοδομείται ο μύθος «του άντρου της αγοραίας ηδονής» που κινείται στα «χαμηλότερα στρώματα της Κολάσεως» σύμφωνα με πρωτοσέλιδα και ρεπορτάζ της εποχής, όπως αυτό της «δεσποινίδος Λιλίκας Νάκου». Η περιοχή μεταμορφώνεται ουσιαστικά το 1922 με την άφιξη των χιλιάδων εκτοπισμένων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μαζί με τους πρόσφυγες φτάνουν και οι μουσικές τους, κάνοντας τη Δραπετσώνα τον τόπο του γνήσιου ρεμπέτη, το απόλυτο σύμβολο της μαγκιάς, ενώ τα χρόνια που ακολουθούν θα κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή και τα πρώτα εργοστάσια. Έτσι, σωματέμποροι, ρεμπέτες, αγαπητικοί και ιερόδουλες δίπλα σε πρόσφυγες και εργάτες συναρθρώνουν το σύνθετο παζλ της Δραπετσώνας μέχρι το 1940 και την Κατοχή, όταν και σταματά να λειτουργεί το Δημοτικό Πορνείο. Τότε η χρήση του αλλάζει, ο χώρος μετατρέπεται σε φυλακή,
Το αυτοκίνητο, με την έλευσή του στην Ελλάδα, όρισε (μαζί με το ποδόσφαιρο) το απόλυτο σύμβολο της ανδρικής ταυτότητας. Αυτή η παραδοχή μετέτρεψε αυτόματα το συνεργείο αυτοκινήτων ως τον κατεξοχήν ανδροκρατούμενο χώρο. Ο «μάστορας», που κληρονόμησε την τέχνη του από τον πατέρα, το θείο, τον αδελφό, ήταν ο οικοδεσπότης που, μαζί με τους βοηθούς του, δημιούργησαν μια «μικροκοινωνία», ένα ιερό άβατο, στο οποίο δεσπόζει η αγάπη και το μεράκι για το αυτοκίνητο. Οι χώροι αυτοί από ελάχιστοι στην αρχή, αυξήθηκαν σημαντικά και εμφανίστηκαν σε κάθε γειτονιά της πρωτεύουσας, αλλά και της υπαίθρου στη συνέχεια. Σταδιακά, τα συνεργεία χωρίστηκαν στα γενικά, που εξυπηρετούσαν όλα τα αυτοκίνητα, στα εξειδικευμένα που ειδικεύονταν σε συγκεκριμένες μάρκες αυτοκινήτων και, τέλος, στα εξουσιοδοτημένα, τα οποία εμφανίστηκαν πολύ αργότερα και όρισαν τα πιο «απρόσωπα» συνεργεία. Την ώρα της επισκευής, εκτός από τις συζητήσεις για τα εκάστοτε προβλήματα του «ασθενούς» που αποφαίνεται ο «γιατρός», δεν λείπουν τα σχόλια για το ποδόσφαιρο, την πολιτική, την οικονομία. Δεν είναι, μάλιστα, λίγες οι φορές που οι σχέσεις ανάμεσα στον πελάτη και τον μάστορα από επαγγελματικές γίνονται προσωπικές! Έτσι, τα αυτοσχέδια γλέντια και τα τσιμπούσια που στήνονται πρωταγωνιστούν σ’ αυτές τις μικρές καθημερινές γιορτές με τους μάστορες στο ρόλο του ύψιστου τελετάρχη! Το συνεργείο σήμερα ορίζει έναν αταξικό χώρο για όλους, έναν τόπο όπου παρελαύνουν άνδρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι, αστοί και μικροαστοί, καλλιτέχνες και εργάτες! Για τους «μυημένους», ωστόσο, ορίζουν τα στέκια της εκδρομής, της αναψυχής και της ανθρωπογνωσίας! Σ’ αυτήν την εκδρομή λοιπόν θα έχουμε ως «ξεναγούς» τους ανθρώπους των συνεργείων. Στην παρέα μας θα βρίσκονται (αλφαβητικά) οι: Νίκος Αδαμόπουλος (συνταξιούχος), Νίκος Αλεβιζόπουλος (ιδιοκτήτης συνεργείου), Χάρης Αλεβιζόπουλος (ιδιοκτήτης συνεργείου), Παναγιώτης Αντωνάκας (ιδιωτικός υπάλληλος), Βαγγέλης Βεραντάκος (μάστορας), Γιώργος Γιαννιώτης (μουσικός), Θάνος Γκι
Η δημόσια τρόμπα νερού για την τροφοδοσία των πλοίων που τοποθετείται στο λιμάνι του Πειραιά τη δεκαετία του 1860, παραφράζεται στη συνέχεια σε «Τρούμπα». Το κέντρο της περικλείεται από τις οδούς Φίλωνος, Νοταρά, Σκουζέ και 2ας Μεραρχίας, ενώ ανέκαθεν υπήρξε πολυφυλετική, πολύβουη και πολυπρισματική: το καμάρι του Πειραιά, κατά τις πρωινές ώρες και η ντροπή του, κατά τις βραδινές. Ως σημαντικό εμπορικό σημείο, εκεί φιλοξενούνταν καταστήματα, ναυτιλιακές επιχειρήσεις και δικηγορικά γραφεία. Από την άλλη, λειτουργούσαν, παράλληλα, οίκοι ανοχής και καμπαρέ. Αυτή η αμφισημία του χώρου δημιουργούσε ένα δίπολο νομιμότητας και παραβατικότητας, κοινωνικής αποδοχής και απόρριψης, κατασκευάζοντας κοινωνικά δύο αντιθετικούς μικρόκοσμους που συνυπήρχαν: των ευυπόληπτων νοικοκυραίων και επιχειρηματιών, από τη μία και του «υπόκοσμου» του λιμανιού, από την άλλη. Στους δρόμους μεταξύ των εκκλησιών του Αγίου Σπυρίδωνα και του Αγίου Νικολάου ξεφυτρώνουν τα καμπαρέ και τα βαριετέ, όπου οι αρτίστες ψυχαγωγούν με τραγούδι και χορό τους αστούς, τη δεκαετία του ’30, ενώ λίγο αργότερα, οι πεταλούδες της νύχτας συντροφεύουν την εργατιά του λιμανιού και τους ναύτες του Αμερικανικού Στόλου. Η «Αρτζεντίνα», η «Σαγκάη», η «Κόπα Καμπάνα» απέπνεαν έναν αέρα σεξουαλικής «κοσμοπολίτικης» απελευθέρωσης, το «Μαξίμ, το «Τζων Μπουλ» και ο «Μαύρος Γάτος» όριζαν έναν πολύχρωμο φασαριόζικο ερωτικό τόπο, ενώ οι παρακείμενοι οίκοι ανοχής παρέδιδαν ταχύρρυθμα μαθήματα ερωτικής αγωγής στους έφηβους και σεξουαλικής αποφόρτισης στους μεγαλύτερους. Οι ερωτικοί αυτοί μικρόκοσμοι, με τις δικές τους πρακτικές, ιδεολογίες και σχήματα ζωής ασκούσαν μια απόκοσμη γοητεία που μετατρεπόταν, ενίοτε, σε καλλιτεχνικά δημιουργήματα! Έτσι, η Τρούμπα και ο Πειραιάς γίνονται τραγούδι, κινηματογραφικές ταινίες, βιβλία και εν τέλει αστικός μύθος! Μπορεί τα σπίτια της Τρούμπας να έκλεισαν οριστικά το 1967, έκτοτε όμως οι άνθρωποί της, τα κορίτσια της, οι ιστορίες, τα φονικά και οι πολλές ζωές της ενεργοποιούν, ακόμη και σή
Αμερική, δεκαετία του ’50. Tο ευρέως γνωστό και αγαπημένο windsurfing δίνει τη θέση του στο νεοφερμένο «skateboard». Μια ξύλινη σανίδα, με τέσσερις μικρούς πλαστικούς τροχούς, γίνεται το νέο μέσο «διαφυγής» από την αστική συμβατικότητα και το skating συνδέεται με τρόπο μοναδικό με την κουλτούρα του δρόμου. Οι πρώτοι Έλληνες skaters αρχίζουν να τσουλάνε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Έρχονται σε επαφή με τα «Αμερικανάκια» της Γλυφάδας (οι γονείς των οποίων εργάζονταν στην Αμερικανική Βάση), κοπιάρουν τα τρικ τους και αναζητούν εναγωνίως (από όσους φίλους έρχονται από το εξωτερικό) τις μαγικές σανίδες! Σιγά-σιγά διαμορφώνονται οι πρώτες αυτοσχέδιες ράμπες και δημιουργούνται τα πρώτα «Στέκια» των skaters! Έτσι, σκαλιά και πεζοδρόμια, πλατείες και πάρκα, της Αγίας Παρασκευής, της Γλυφάδας, του Πειραιά και του Κέντρου της Αθήνας μετατρέπονται σε τόπους εξάσκησης, πειραματισμού, συνάντησης και εκκόλαψης των νέων ταλέντων! Σταδιακά, ανοίγουν τα πρώτα μαγαζιά για τον απαραίτητο εξοπλισμό άλωσης των δρόμων και «κατάληψής» τους από τους αντιρρησίες των συμβατικών κοινωνικών πρακτικών! Πολύχρωμες σανίδες και μαλλιά, καπέλα και piercings, φαρδιά παντελόνια και σνίκερς, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των skaters που στη δεκαετία του ’90 βρίσκονται στους κεντρικούς δρόμους, αναζητώντας τη θέση τους στο δημόσιο χώρο και μαζί την ταυτότητά τους. Από το 2000 και έπειτα, οι γνωστοί skaters έχουν τους χορηγούς τους, ενώ φαίνεται να πληθαίνουν οι χώροι και να μεγαλώνει αυτή η ιδιαίτερη «φυλή». Οι μικρότεροι προσεγγίζουν με δέος και σεβασμό τους μεγαλύτερους, θέλοντας να βελτιώσουν τις φιγούρες τους, ενώ οι μεγαλύτεροι νιώθουν τη χαρά και την ανακούφιση να παρατηρούν ότι η ζωή και το skateboarding συνεχίζεται, ακόμη και όταν εκείνοι αποσυρθούν από την «ενεργό δράση». Άλλωστε, οι παλαιότεροι και οι νεότεροι είναι δέσμιοι του ίδιου πάθους: της αναζήτησης της ελευθερίας και της αδρεναλίνης που μόνο η σανίδα μπορεί να τους προσφέρει!
Εν αρχή ήταν η «σφαιρίστρα των Αρρηφόρων». Το παιχνίδι που έπαιζαν τα νεαρά κορίτσια, που έπλεκαν το πέπλο της θεάς Αθηνάς και μάλλον από εκεί έλκει την καταγωγή της και η λέξη σφαιριστήριο. Στη συνέχεια, η μπάλα κύλησε, τα παιχνίδια πολλαπλασιάστηκαν μέχρι που κάποια στιγμή οι Γάλλοι ευγενείς, με πρώτο τον Λουδοβίκο τον 11ο, έβαλαν τις μπάλες σ’ ένα τραπέζι, έφτιαξαν τοιχώματα, το έντυσαν με ύφασμα και κάπως έτσι γεννήθηκε το μπιλιάρδο. Στην Ελλάδα, θα φτάσει μαζί με τις αποσκευές του βασιλιά Όθωνα, αλλά γρήγορα θα βγει από τα ανάκτορα και θα απλωθεί σε καφενεία και γειτονιές, όπως παντού στον κόσμο, ενώ από το 1928, η χώρα αποκτά μάλλον από τύχη και τη δικιά της βιομηχανία μπιλιάρδου. Τη δεκαετία του ’50 το μπιλιάρδο μαζί με το ξύλινο ποδοσφαιράκι και το φλίπερ στη συνέχεια, τον Elvis και τους Beatles, βρίσκει στέγη στα σφαιριστήρια, τους τόπους ονείρου και αμφισβήτησης για τους νέους της εποχής και γίνεται ταυτόχρονα το απόλυτο σύμβολο της αλητείας και του τεντιμποϊσμού. Ως απόλυτα ταυτισμένο με την Αμερική, το νέο στέκι της νεολαίας αντιμετωπίζεται εχθρικά από την Αριστερά της εποχής, που αντιτίθεται στον αμερικανικό τρόπο ζωής, και με καταστολή από τη Δεξιά, η οποία, αν και συμφωνεί με το αμερικανικό μοντέλο, θεωρεί ότι οι χώροι αυτοί απομακρύνουν τους νέους από το ελληνορθόδοξο σύστημα αξιών! Οι νέοι θα συνεχίσουν όμως να ξεδίνουν, χτυπώντας με τη στέκα τους τις πολύχρωμες μπάλες και οδηγώντας τες μέχρι την «τσέπη» του τραπεζιού ή κάνοντας κοκορέτσια και σφυξίματα στα ξύλινα ποδοσφαιράκια, λύνοντας τις διαφορές τους μέχρι την επόμενη παρτίδα. Είναι η πρώτη γενιά που δεν έχει ζήσει τις οδύνες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και φέρνει μαζί της έναν αέρα προκλητικής ξενοιασιάς, προκαλώντας ένα είδος «ηθικού πανικού» για τους γονείς, τους καθηγητές και τους επίδοξους καθοδηγητές της, αποκλίνοντας από τις προσδοκίες τους. Ο χρόνος περνά και τα παιδιά των σφαιριστήριων θα δουν τα παιδιά τους να τρυπώνουν στα «ουφάδικα» να προσποιούνται, όπως κι οι ίδιοι παλι
Στο πλάι των αθηναϊκών δρόμων ξεφυτρώνουν οι μικρές επαρχιακές πατρίδες. Είναι τα καφενεία επαρχιωτών, που στέκουν περήφανα για να υποδεχτούν τους θαμώνες τους. Οι χώροι αυτοί δημιουργήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους για να ανακουφίσουν τη νοσταλγία από την έλλειψη της πατρίδας και να ενώσουν εσωτερικούς μετανάστες και ντόπιους. Έτσι, μέσα από τα καφενεία, οι θαμώνες τους δημιουργούν μεταξύ τους εκλεκτικές συγγένειες και ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Εδώ ο ένας ξέρει τον άλλον με το μικρό του όνομα. Ο καθένας έχει τη δική του θέση σ’ αυτό το ξεχωριστό θεωρείο! Τα καφενεία αποτελούν κάτι σαν τη Μικρή Βουλή, στην ημερήσια διάταξη της οποίας κυριαρχούν φλέγοντα θέματα: ποδόσφαιρο, πολιτική, νέα της γειτονιάς, καλαμπούρια. Πιθανή απουσία των «συμμετεχόντων» δημιουργεί ανησυχία στην αρχή και ενεργοποιεί έναν συναγερμό αληθινού ενδιαφέροντος, στη συνέχεια. Κάθε καφενείο που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να διαθέτει τράπουλα και τάβλι. Ακόμη, τον καφέ πρέπει να διαδέχεται το τσίπουρο και ο εκλεκτός μεζές. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου σε ξέρει, σε αποδέχεται και σε υποδέχεται καθημερινά στη φιλόξενη φωλιά του. Είναι ο άνθρωπος της γειτονιάς και ένα από τα απόλυτα σημεία αναφοράς της, αφού ξέρει όσο κανένας άλλος ποιες κουβέντες μαλακώνουν την καρδιά και ποιες πράξεις ενισχύουν την αληθινή επικοινωνία. Έτσι, τα μικρά καθημερινά γλέντια και τα αλληλοκεράσματα είναι αυτονόητα εντός του χώρου. Τα καφενεία επαρχιωτών φέρνουν την Κρήτη στην Αγία Βαρβάρα, την Ικαρία στον Πειραιά, την Κορωνίδα στην Κυψέλη και πολλές ακόμη επαρχιακές πόλεις στα Εξάρχεια. Τα καφενεία μάς καλωσορίζουν στον τρυφερό και οικείο χώρο τους. Μαζί μας θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Βαγγέλης Αθανασίου, Μιχάλης Αλεβίζος, Θοδωρής Βεκιάρης, Δημήτρης Γιαννακάς, Παναγιώτης Γκάτσος, Τάσος Γκιόρτος, Παναγιώτης Καραγιάννης, Νίκος Κραουνάκης, Μανώλης Κλάδος, Γιώργος Κόλλιας, ΚωνστΆΝΤΥΣ, Μάκης, Μιχάλης Μανωλάς, Παναγιώτης Μπολίλας, Στέλιος Μπακιρτζής, Βαγγέλης Γεωργιάδης, Γιάννης Μυλωνάς, Νίκος Ξαγαράς, Γιώργος Ξ
Γύρω από την προέλευσή του οι απόψεις διίστανται. Άλλοι το προτιμούν σκέτο, ενώ άλλοι με πληθώρα συστατικών και θερμίδων. Ένα είναι σίγουρο: Το σουβλάκι καλώς ή κακώς τείνει να μετατραπεί στο εθνικό μας φαγητό! Δεν είναι τυχαίο που οι παιδικές, εφηβικές και ενήλικες γαστρονομικές μας μνήμες και αναφορές είναι στενότατα συνδεδεμένες με το σουβλάκι. Είναι αυτό που ικανοποιεί την πείνα για τον εργάτη, τον εργένη, τον οικογενειάρχη, τον φοιτητή, τη γιαγιά και το εγγόνι της, τον μετανάστη, ακόμη και τον τουρίστα που επισκεπτόμενος το οβελιστήριο αποτίει τον δικό του γευστικό φόρο τιμής σ’ αυτό το ανυπέρβλητης γευστικής αξίας «φαγητό δρόμου»! Τα σουβλατζίδικα δεν λείπουν από καμία γειτονιά. Από τις πιο λαϊκές, μέχρι τις πιο αστικές, αυτοί οι χώροι εστίασης συγκεντρώνουν πιστό κοινό που καταφεύγει στο καλαμάκι ή στο τυλιχτό, αναζητώντας κάτι γρήγορο και εύγευστο για τις δύσκολες ώρες! Σ’ αυτό το απόλυτο βασίλειο της γεύσης, οι «άρχοντες» τεχνίτες «σουβλατζήδες» διαλέγουν με μεράκι την πρώτη ύλη τους, ετοιμάζουν τη θράκα τους και επιδίδονται σε μια καθημερινή ιεροτελεστία που σκοπό έχει να χορτάσει κάθε πεινασμένο. Κάθε σουβλατζίδικο κουβαλά τη δική του βαριά ιστορία με τους ιδιοκτήτες τους να είναι οι περήφανοι συνεχιστές μιας γευστικής παράδοσης που κρατά χρόνια. Παραδοσιακό ή «εξευρωπαϊσμένο», κλασικό ή «εκμοντερνισμένο», light ή πληθωρικό, το σουβλάκι ήταν, είναι και θα είναι διαχρονικό, ακριβώς γιατί ικανοποιεί όλα τα γούστα, φέρνοντας τους ανθρώπους κοντά! Όσο κι αν ο χάρτης της γαστρονομίας στην Ελλάδα δείχνει να μετασχηματίζεται και να εμπλουτίζεται στην πορεία των χρόνων, τα οβελιστήρια θα στέκονται σαν περήφανα οχυρά που θα περιφρουρούν πάντα τη λιτότητα της γεύσης και την πληρότητα της απόλαυσης. Αυτή η γευστική περιήγηση πρόκειται να πραγματοποιηθεί παρουσία εκλεκτών προσκεκλημένων. Συγκεκριμένα, στην παρέα μας θα βρίσκονται (με αλφαβητική σειρά) οι: Ανδρέας Ανδριανάκης (ιδιοκτήτης σουβλατζίδικου), Παναγιώτης Βάσσος (πρώην ιδιοκτήτης σουβλατζίδικου), Σεβασ
Οι χώροι όπου παίζεται η μουσική jazz μοιάζουν με μουσικά παρεκκλήσια. Οι πιστοί-θαμώνες τους προσέρχονται με ευλάβεια για να παρακολουθήσουν τους μουσικούς να επιδίδονται σε μια ύψιστη μυσταγωγική τελετή. Στην Ελλάδα, το μπαρ του Μπαράκου, στην Πλάκα, που άνοιξε τις πόρτες του στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αποτέλεσε το απόλυτο στέκι όσων αγαπούσαν την jazz. Εκεί λάμβαναν χώρα συναντήσεις και μουσικοί πειραματισμοί που κατέληγαν σε πρωτόγνωρα ακούσματα. Επρόκειτο για μια παρέλαση καταξιωμένων καλλιτεχνών και παθιασμένων για τη μουσική ανθρώπων, η οποία μετέτρεψε τον συγκεκριμένο χώρο σε φυτώριο ανάδειξης νέων ταλέντων αλλά και Κρυφό Σχολειό ενός νέου μουσικού είδους που στην Ελλάδα βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το μπαρ του Μπαράκου κλείνει, ενώ έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται τα νέα jazz στέκια (Ινστιτούτο Γκαίτε, Half Note κ.ά.) και να σχηματίζονται τα πρώτα συγκροτήματα του συγκεκριμένου είδους. Το κοινό έχει πλέον τη δυνατότητα να παρακολουθεί τους ξένους και εγχώριους καλλιτέχνες, να εκπαιδεύεται μουσικά και να νιώθει πώς η αγάπη του για την jazz βρίσκει πλέον στέγη σε φιλόξενους τόπους. Η αφηρημένη μουσική Τέχνη με τους δικούς της κώδικες και την ιδιαίτερη αισθητική διευρύνεται στο πέρασμα των χρόνων. Σήμερα, νέοι φερέλπιδες και ταλαντούχοι καλλιτέχνες ηχογραφούν τα κομμάτια τους και δίνουν ζωή στα στέκια της jazz που ως ανοιχτά κέντρα κουλτούρας παραδίδουν στους θαμώνες τους μαθήματα μουσικής παιδείας. Η πόλη γεμίζει νότες και μελωδίες του χθες και του σήμερα που ξεχύνονται από τις αθηναϊκές γειτονιές για να δώσουν ένα σπάνιας ποιότητας ηχόχρωμα στις σκέψεις και στα συναισθήματά μας. Τα «Στέκια της jazz» ανοίγουν τις πόρτες τους σε μας. Μας ξεναγούν (με αλφαβητική σειρά) οι: Δημήτρης Αρβανίτης (γραφίστας), Τέρη Βακιρτζόγλου (τραγουδίστρια), Δημήτρης Βασιλάκης (συνθέτης τζαζ), Δημήτρης Βερδίνογλου (πιανίστας), Γιώργος Γεωργιάδης – GEOTRΙΟ (μουσικός), Μάνθος Γιουρτζόγλου (ραδιοφωνικός παραγωγός), Νάσια Γκόφα (τραγουδίσ
Αν παρομοιάζαμε την κάθε γειτονιά μ’ ένα λιμάνι, τότε το ψιλικατζίδικο θα ήταν, δικαιωματικά, ο φάρος της. Το εν λόγω κατάστημα δεσπόζει σε κάθε γειτονιά και αποτελεί βασικό στοιχείο της. Ανεξάρτητα από το αν το συναντήσεις στο κέντρο της πόλης ή στα περίχωρά της, αν βρίσκεται σε λαϊκή ή σε αστική περιοχή, ικανοποιεί ανάγκες που γεννά η καταναλωτική μας κοινωνία. Ο ψιλικατζής είναι ο πλησίον μας. Σ’ αυτόν θα απευθυνθεί ο περαστικός που ξέμεινε από τσιγάρα, η μητέρα που πηγαίνει το παιδί της στο σχολείο, ο συνταξιούχος για να μάθει τα νέα της ημέρας. Ωστόσο, ο «άνθρωπός μας» είναι εκεί για εμάς όχι μόνο για να μας προμηθεύσει με τα απαραίτητα, αλλά και παρέχοντας καταφύγιο σε κλειδιά και φακέλους μέχρι να τα λάβει ο παραλήπτης τους. Μας ξέρει καλά, αφού γνωρίζει την εφημερίδα που προτιμούμε να διαβάζουμε, τα τσιγάρα που μας αρέσει να καπνίζουμε, την αγαπημένη μας σοκολάτα. Ο ψιλικατζής ή η ψιλικατζού ακούν πολλά και λένε λίγα. Από το «παρατηρητήριό» τους παρελαύνουν ξένοι και οικείοι, βιαστικοί και αργόσχολοι, μοναχικοί και φασαριόζηδες. Πολλές φορές θα καυχηθούν πως είναι εξομολόγοι και γιατροί, μια και προσφέρουν με τη συντροφιά τους ένα πρόσκαιρο μα αποτελεσματικό παυσίπονο στη μοναξιά της πόλης. Στη μοναξιά μας. Οι δικοί μας άνθρωποι είναι έξυπνοι, εγκάρδιοι μα πάνω από όλα παρόντες. Παρόντες για να σχολιάσουν τις εξελίξεις στο χθεσινό ματς, στο πολιτικό στερέωμα, στην εγχώρια ή διεθνή showbiz! Το βασίλειό τους χαρίζει χρώμα και χαρακτήρα στη γειτονιά και χαμόγελα στους ανθρώπους της. Είναι εκείνοι που χαρίζουν συνεκτικότητα στον κοινωνικό ιστό της περιοχής τους με τα «φρούριά» τους να μάχονται ενάντια στην αποξένωση και τη μουντάδα της πόλης. Οικοδεσπότες μας σ’ αυτό το επεισόδιο θα είναι (με αλφαβητική σειρά) οι: Md Moinul Hossain (ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου), Amin Saidul (υπάλληλος ψιλικατζίδικου), Νίκη Αναστασίου (μητέρα ιδιοκτητών ψιλικατζίδικου), Ελευθερία Αναστασίου (ιδιοκτήτρια ψιλικατζίδικου), Γιώργος Αναστασίου (ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου), Πόπη Βλάχ
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν ήδη η καλλιτεχνική γενιά του Woodstock βρίσκεται στο προσκήνιο του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος και στο απόγειο της κοινωνικής αναγνώρισης, ένα νέο μουσικό είδος αναδύεται από τα έγκατα μιας υπόγειας, σκοτεινής αναγκαιότητας που προσπαθούσε εναγωνίως να εκφραστεί. Οι εκφραστές της Metal μουσικής σκηνής δεν είναι άλλοι από τους Black Sabbath, τους πατριάρχες αυτού του ιδιαίτερου κινήματος που δείχνει να «προσηλυτίζει» στρατιές πιστών. Πρόκειται για ένα μουσικό ρεύμα που κόντρα στον κομφορμισμό και τον καθωσπρεπισμό και διαθέτοντας ήχο τραχύ, σκληρό, μεταλλικό, πρόκειται να συμπαρασύρει τους νέους της εποχής! Σταδιακά πληθαίνουν οι καλλιτέχνες και οι μπάντες της metal, ενώ αρχίζουν να διαφοροποιούνται και τα είδη της, με αποτέλεσμα οι φυλές του metal να είναι πολυπληθείς και διαφορετικές μεταξύ τους! Στην Ελλάδα, το «μουσικό ταχυδρομικό περιστέρι» έφερε τα νέα με σχετική χρονοκαθυστέρηση από το εξωτερικό. Οι πιτσιρικάδες τα υποδέχτηκαν με μια άγρια χαρά, ενώ οι γονείς και η υπόλοιπη κοινωνία με σκεπτικισμό και εχθρότητα, λόγω του ηθικού πανικού που ήταν στενά συνυφασμένος με το νεόφερτο μουσικό είδος και τους πρωταγωνιστές του! Το Metal όμως, σε πείσμα των καιρών και των συντηρητικών πολέμιών του, δείχνει να έχει ριζώσει στις καρδιές των νέων. Εμφανίζονται έτσι τα πρώτα μουσικά στέκια που παίζουν αποκλειστικά σκληρό μεταλλικό ήχο και τα πρώτα metal fanzines και περιοδικά που μυούν τους νέους στα άδυτα του metal! Ακόμη οι μουσικόφιλοι επισκέπτονται και τα ενημερωμένα δισκάδικα, ανταλλάσσοντας μουσικές εμπειρίες, περιμένοντας να έρθει η ώρα που τα μεγάλα μουσικά φεστιβάλ θα φιλοξενούσαν τους αγαπημένους τους μουσικούς ήρωες από την Ελλάδα και το εξωτερικό! Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν πολλά αλλάξει και εξελιχθεί στον κόσμο της metal σκηνής. Ένα όμως παραμένει ανέπαφο: η αγνή αγάπη και η αφοσίωση του λαού της που τη συντηρεί και την περιφρουρεί πάντα! Τα Στέκια επιχειρούν ένα μουσικό ταξίδι στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον
Τα πρώτα θερινά σινεμά κάνουν την εμφάνισή τους στις αρχές του αιώνα, ανθίζουν την δεκαετία του 30 και θριαμβεύουν την δεκαετία του 60 ταυτίζοντας την ύπαρξή τους με την απόλυτη ψυχαγωγία. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως αυτές οι «έξοδοι κινδύνου» από τη συμβατικότητα της ζωής αποτελούν κομβικό σημείο κάθε γειτονιάς που τις αποζητά διαχρονικά και σταθερά. Οι μικροί και μεγάλοι θεατές ταυτίζονταν με τους ήρωες της μεγάλης οθόνης αντιγράφοντας τους βηματισμούς, τα γυαλιά τους, την αμηχανία, τον τρόπο που καπνίζουν, που ντύνονται και φιλιούνται. Ο κινηματογράφος ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο και το θερινό σινεμά το δροσερό αεράκι απέναντι στην ξηρασία της καθημερινής ζωής του Έλληνα. Είτε το συναντήσει κανείς να ξεφυτρώνει μέσα από πολυκατοικίες, είτε βρίσκεται σε επαρχιακή πόλη, ακόμη αν πλαισιώνει μια λαϊκή συνοικία ή απλώς μοιάζει με το στολίδι μιας αστικής γειτονιάς σίγουρα είναι μια «Όαση μέσα στη Ζούγκλα». Το θερινό σινεμά πέρα από την θέαση μιας αγαπημένης ταινίας προσφέρει απλόχερα έναν «διάλογο με τον περιβάλλοντα χώρο», την δυνατότητα της εκκόλαψης φαντασιακών, αλλά και πραγματικών ερώτων, μοναδικές συγκινήσεις, βροντερά γέλια ακόμα και την ευκαιρία για καυγά ή γνωριμία με τον διπλανό. Οι ιδιοκτήτες των χώρων αυτών μοιάζουν με τους οικοδεσπότες μιας αυλής. Μας προσκαλούν να δούμε τι έχουν σκαρώσει στο εσωτερικό της, ενώ φροντίζουν να χορτάσουν την φυσική πείνα μας (πέρα από την πνευματική) διαθέτοντας εκλεκτά εδέσματα – από ποπ κορν και τυρόπιτα, μέχρι σουβλάκι και σούσι… Οι χώροι αυτοί είναι βαθιά συνδεμένοι με τα χρόνια της αθωότητας, της ανεμελιάς και με τις μυρωδιές του γιασεμιού, του ποπ κορν και του Autan (για τους λιγότερο ρομαντικούς). Επιβιώνουν σταθερά σε πείσμα των δύσκολων καιρών επιβεβαιώνοντας πώς όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα πάψουν να είναι η πιστή μας καλοκαιρινή συντροφιά! Μαζί μας σε αυτό το ταξίδι (αλφαβητικά) ήταν οι: Smith Neil (Total film, U.K.), Turetzky Jill (USA), Βαϊμάκης Κώστας (Ραδιοφωνικός Παραγωγός), Διβάνη Λένα (Συγγραφέ
Άνθρωπος και νερό μπορούμε να πούμε πως συνδέονται με μια σχέση διαχρονική και διαπολιτισμική. Έτσι από την αρχαία μυθολογία και τις θρησκείες ανά τον κόσμο μέχρι τα σύγχρονα ρεύματα της κοινωνικής βιολογίας και ψυχολογίας το νερό εμφανίζεται ως σύμβολο της ζωής και του θανάτου, του εξαγνισμού και της καθαρότητας της ψυχής, συνδέεται με την χαλάρωση και την αναψυχή, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και ίσως τον σημαντικότερο συνδετικό δεσμό του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Για αυτό και η έννοια της πισίνας δεν εξαντλείτε στο γνωστό στις μέρες μας ιδιωτικό σύμβολο πλουτισμού και επίδειξης. Η πρώτη δημόσια δεξαμενή νερού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πισίνα είναι το «Μεγάλο Λουτρό» (the“Great Bath”) στο Μοχέντζο Ντάρο στην σημερινή περιοχή του Πακιστάν η οποία κτίστηκε περίπου το 2600 π.Χ. και η χρήση της εκτιμάται πως μάλλον σχετιζόταν με θρησκευτικές τελετές. Η οργανωμένη κολύμβηση εμφανίζεται στην Αρχαία Ελλάδα η κολύμβηση αποτελούσε στοιχείο παιδείας, κοινωνικής καταξίωσης και στρατιωτικής εκπαίδευσης. Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τον όρο πισίνα θα διαπιστώσουμε ότι, ανάλογα με την χρονική περίοδο, σημαίνει εντελώς διαφορετικά πράγματα μιας και διαφοροποιούνται έντονα οι χρήσεις της. Ο γαλλικός όρος Piscine – πισίνα (λατινικά piscina, ψάρι, Λατινικά Piscis) την Ρωμαϊκή εποχή συνδέεται με δεξαμενή που περιέχει ψάρια αλλά και ως διακοσμητικό στοιχείο στους κήπους ευκατάστατων. Την ίδια εποχή συναντάμε τον όρο πισίνα ανάμεσα στον εξοπλισμό των λουτρών. Από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έως την περίοδο του Διαφωτισμού η έννοια της κολύμβησης, ακόμα και της υγιεινής και του λουτρού, ήταν πρακτικές που δεν άρμοζαν με τις ιδεοληψίες της εποχής. Το κολύμπι ως αναψυχή, επανεμφανίζεται στην Αγγλία κατά το 17ο και 18ο αιώνα και η πισίνα (πλωτή στις πρώτες εκδοχές της) διαμορφώνεται ως ο χώρος εκμάθησης της κολύμβησης για να αποφευχθούν οι πνιγμοί στα ποτάμια. Η πισίνα αρχίζει να εμφανίζεται και σε άλλες χώρες, είτε υιοθετώντας την θεωρία της ωφέλειας του λουτρ
Πολύ μελάνι έχει χυθεί στην προσπάθεια να διερευνηθεί η καταγωγή του Καραγκιόζη. Από τα Ελευσίνια Μυστήρια και την σπηλιά του Πλάτωνα μέχρι το θρύλο του Καραγκιόζη χορατατζή που λόγω των αστείων του δεν τελείωνε το παλάτι μύθοι και πραγματικότητα μπλέκονται και αναπαράγονται για χρόνια. Σε κάθε περίπτωση το θέατρο σκιών ταξίδεψε από τα βάθη της Ασίας, την Ινδία, την Κίνα, την Ινδονησία, την Αίγυπτο και τις χώρες της βόρειας Αφρικής μέχρι να πάρει την μορφή του Καραγκιόζη που απλώνεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να φτάσει στην Ελλάδα από τον Κωνσταντινουπολίτη μάστορα Γιάννη Βράχαλη ή Μπράχαλη λειτουργώντας σαν καθρέφτης ηθών και σαν φορέας της γνήσιας λαϊκής κουλτούρας. Στο βασίλειο του θεάτρου σκιών δεσπόζει ο μπερντές. Πίσω από αυτόν οι χάρτινες, χαρτονένιες, ξύλινες, από ζελατίνη ή πλαστικές μονόχρωμες ή πολύχρωμες φιγούρες με τους «μάστορες» και τους βοηθούς τους. Μπροστά τους τα ξύλινα καθίσματα για τα παιδιά κάθε ηλικίας. Και στη μέση ο Καραγκιόζης: O φτωχός, ο πολυμήχανος, ο καταφερτζής, ο τυραννημένος, ο λούμπεν προλετάριος, το αιώνιο σύμβολο του θεάτρου των σκιών αλλά και της ίδιας μας της ζωής. Ο Καραγκιόζης, ο Χατζηαβάτης και ο κόσμος τους εμφανίζονται στην Ελλάδα ορίζοντας «το Ανατολικό Θέατρο» που αντιμετωπιζόταν με αρνητικότητα ως ξενόφερτο και αισχρό θέαμα. Ο «εξελληνισμός» του θα επιτευχθεί συν τω χρόνω όπως και η μετατροπή του από περιθωριακό σε οικογενειακό θέαμα με πρωταγωνιστές τον Μίμαρο και την μεγάλη πατρινή σχολή, αλλά και Καραγκιοζοπαίχτες όπως ο Μόλλας που βοήθησαν να στεριώσει στην πρωτεύουσα. Αντίστοιχη θα είναι και η αντιμετώπιση των καραγκιοζοπαιχτών που από αμφιβόλου ηθικής επαγγελματίες μετατράπηκαν σε αγαπημένους από το κοινό λαϊκούς καλλιτέχνες και ήρωες. Οι ρομαντικοί συνεχιστές αυτού του σπάνιου θεατρικού είδους και της μαγείας του λευκού σεντονιού που περιπλανήθηκαν από γειτονιά σε γειτονιά και από καφενείο σε καφενείο, στήνουν πια τις μόνιμές σκηνές και τους δικούς τους θιάσους χαρίζοντας απλόχερα το γέλιο. Αγόγγυστα πε
Τα κόμικς έχουν δικαίως χαρακτηριστεί ως η ένατη Τέχνη. Πρόκειται για μια μορφή αφήγησης μη συμβατικής. Οι ήρωές τους υπερέχουν των λέξεων, λαμβάνοντας «χρώμα, σάρκα και οστά» και πρωταγωνιστώντας στα πρώτα και στα πιο αγαπημένα αναγνώσματα. Εκείνα που οι λάτρεις τους καρτερικά αναζητούσαν στα περίπτερα της εποχής και στα μετέπειτα στέκια. Ο Lucky Luke, o Asterix, o Mickey Mouse, o Batman, ο Tin-Tin είναι μόνο μερικοί από τους ήρωες των παιδικών, εφηβικών και ενήλικων χρόνων μας. Σταδιακά πολλαπλασιάστηκαν, έτσι ώστε να ανταποκριθούν και να ταιριάξουν με τις νέες ανάγκες, τα διαφορετικά γούστα και τις καινούργιες κοινωνικές και πολιτιστικές συνήθειες που γέννησαν την ύπαρξή τους. Στην Ελλάδα τα πρώτα περιοδικά και εκδόσεις κόμιξ εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Έτσι, η «Κολούμπρα» και το «Μαμούθ Κόμιξ» γίνονται σημεία αναφοράς στην κουλτούρα των εκδόσεων κόμιξ, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η «Βαβέλ» έρχεται να ορίσει ένα σημαίνον περιοδικό και τοπόσημο. Αργότερα, νέα περιοδικά και εκδόσεις εμφανίζονται ως οι νέοι γαλαξίες στο απέραντο και γοητευτικό σύμπαν των εικόνων και των ηρώων. Οι άνθρωποι των κόμιξ -καλλιτέχνες, εκδότες, αναγνώστες- αναζητούν τους χώρους που θα στεγάσουν αυτή τους την αγάπη. Έτσι, τα κομιξάδικα που λειτουργούν στην Αθήνα αλλά και εκτός αυτής, αναλαμβάνουν να φιλοξενήσουν περιοδικά ξένων και Ελλήνων καλλιτεχνών στις προθήκες τους, να σφυρηλατήσουν τη σχέση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον αναγνώστη, να μυήσουν το κοινό σε καινούργιες τάσεις αλλά και να κρατήσουν ζωντανές τις μνήμες των πρώτων περιοδικών. Οι εραστές των πολύχρωμων σελίδων και των πολυποίκιλων ιστοριών σμίγουν στα φεστιβάλ, αναζητούν το χαρτί με το μελάνι αλλά και τις νέες ψηφιακές εικόνες στα σύγχρονα μέσα. Οι Έλληνες καλλιτέχνες, άλλοτε «αυτο-εκδίδονται» και άλλοτε διαπρέπουν στο εξωτερικό με σημαντικές συνεργασίες. Το μόνο σίγουρο είναι πώς όσο διψάμε για ιστορίες τόσο οι σύγχρονοι εικαστικοί αφηγητές μας θα μας προσκαλούν σε νέους κόσμους! Ο φανταστικ
Η παραδοσιακή τυπογραφία υπήρξε μία μεγάλη μορφή Τέχνης μέχρι το τέλος του προηγούμενου αιώνα. Χάρη στους ακούραστους εργάτες των τυπογραφείων ένας ολόκληρος κόσμος ιδεών και συναισθημάτων αποτυπώνεται στο χαρτί. Έτσι πραγματοποιείται η άυλη αλλά απόλυτα καθοριστική συνάντηση του συγγραφέα με τον αναγνώστη του, καθιστώντας το τυπογραφείο ως έναν ιδιαίτερο σκηνικό χώρο πνευματικότητας και διάχυσης γνώσης και δυνατών συγκινήσεων. Οι τυπογράφοι στοιχειοθετούσαν στο χέρι, ενώ σταδιακά οι λινοτυπικές μηχανές και τα σύγχρονα πιεστήρια αντικατέστησαν τη χειροποίητη κατασκευή του βιβλίου με τη χρήση νέων μέσων τυπογραφικής παραγωγής. Τόσο τα τυπογραφεία όσο και οι εκδοτικοί οίκοι, οι οποίοι φιλοξενούν προσωρινά τα βιβλία, όρισαν και ορίζουν εντευκτήρια εντός των οποίων κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα διάχυτης χαράς, ένα τρυφερό κλίμα προσέγγισης. Εντός των εκδοτικών οίκων συναντιούνται συγγραφείς, ποιητές, εικαστικοί, επιμελητές εκδόσεων, διορθωτές, εκδότες, αναγνώστες, δημιουργώντας μια άτυπη αλλά δυναμική συντεχνία: εκείνων που αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως το απόλυτο αισθητικό προϊόν αλλά και το μέσο για αξέχαστα και ανεξίτηλα πνευματικά ταξίδια. Ωστόσο, οι τυπογράφοι και οι εκδότες δεν αρέσκονται μόνο στη χορήγηση πνευματικής τροφής. Δεν είναι λίγες οι φορές που το τύπωμα ή η κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου αποτελεί επαρκή αφορμή για να στηθούν γλέντια. Έτσι τη μυρωδιά του μελανιού και του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού, διαδέχονται τα καλαμπούρια, οι μεζέδες, οι ζωηρές συζητήσεις μεταξύ των ανθρώπων που συχνάζουν σ’ αυτούς τους οικείους, πλέον, χώρους. Τα γλέντια δίνουν σιγά-σιγά τη θέση τους σε πολιτιστικές μαζώξεις, μουσικές βραδιές, εικαστικά δρώμενα και εναλλακτικά φεστιβάλ. Από τον αείμνηστο εκδότη Φίλιππο Βλάχο μέχρι τους σύγχρονους τυπογράφους και εκδότες, τα μέσα τυπώματος έχουν εξελιχθεί και οι χώροι έχουν αλλάξει. Ένα μόνο παραμένει αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου και αυτό δεν είναι άλλο από το συναίσθημα ζεστασιάς και θαλπωρής που δημιουργούν αυτές οι γνήσιες κοιτίδες πολ
Ακαδημίας 96 – 98 – 100. Μέγαρο 7ης Τέχνης. Στοά Πανταζοπούλου. Στοά Χόλιγουντ. Στοά παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών και κινούμενων ονείρων. Εδώ βρίσκεται η ιστορία όλη, του ελληνικού κινηματογράφου. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 στον ιστορικό αυτό χώρο αρχίζουν να στεγάζονται οι πρώτες κινηματογραφικές εταιρείες, τα πρώτα γραφεία παραγωγής και διανομής. Τότε που ο κινηματογράφος ήταν επάγγελμα παρά τη βιοτεχνική του υποδομή. Η Στοά όρισε τον απόλυτο τόπο συνάντησης για τους μεγάλους παραγωγούς, τους αιθουσάρχες, τους καταξιωμένους ηθοποιούς, τους εκκολαπτόμενους σταρ αλλά και τους κομπάρσους που κυνηγούσαν έναν ρόλο και ένα μεροκάματο. Από την άλλη, εδώ ήταν η εστία της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Οι φορτωτές μετέφεραν τις βαριές κόπιες, ενώ οι «συγχρονατζήδες» αναλάμβαναν να τις διανείμουν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Με ορμητήριο τη Στοά. Εκεί όπου χτυπούσε δυνατά η καρδιά του ελληνικού σινεμά. Στη Στοά που κλείνονταν οι δουλειές, γεννιόνταν οι καλλιτεχνικές ελπίδες και άνθιζαν οι παντός τύπου έρωτες! Κι από το ισόγειο του Μεγάρου με το συμπαθητικό καφέ μπαρ, τα μαγαζιά με τους κινηματογραφικούς εξοπλισμούς και τις διαφημιστικές αφίσες των ταινιών, ανηφορίζουμε στα γραφεία παραγωγής και στις εταιρείες από τις οποίες γεννήθηκαν ορισμένες από τις πιο εμβληματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Οι εταιρείες αλλά και οι άνθρωποι πίσω απ’ αυτές. Τα βαριά ονόματα των ανδρών που επένδυσαν στο ελληνικό σινεμά και δημιούργησαν τα κινηματογραφικά είδωλα -λαϊκούς ήρωες που συντρόφευσαν το κοινό. Μέσα από τις ταινίες: Ταινίες για όλα τα γούστα, για όλες τις ώρες, για όλη την οικογένεια, για όλους τους ανθρώπους. Για το δίκιο και το άδικο, για τους πλούσιους και τους κατατρεγμένους, για τον πλούτο και τη φτώχεια, για τη ζωή και το θάνατο. Μπορεί σήμερα η Στοά να έχει χάσει την αλλοτινή της αίγλη, ωστόσο οι μνήμες των περασμένων ένδοξων εποχών είναι ριζωμένες στα θεμέλιά της, ποτισμένες στους τοίχους της στα ονόματα που αναγράφει η τιμητική πλάκα και πο
Είναι ανοιχτές, προσβάσιμες και φιλόξενες. Η ιστορία τους μακρά και ένδοξη. Η προσφορά τους στον πολιτισμό ανεκτίμητη. Ο λόγος για τις Κινηματογραφικές Λέσχες: τα άτυπα σχολεία απόκτησης της κινηματογραφικής γνώσης, τις ενεργές κοινότητες γύρω από τις οποίες συσπειρώνονται οι πιστοί φίλοι του σινεμά. Το 1950, στον αντίποδα του ζοφερού μεταπολεμικού κλίματος εμφανίζεται η πρώτη Κινηματογραφική Λέσχη. Η Λέσχη Αθηνών ιδρύεται από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών με γραμματέα και μετέπειτα πρόεδρό της την Αγλαΐα Μητροπούλου, ορίζοντας μια εναλλακτική πολιτιστική πρόταση. Ακολουθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η δημιουργία της Κινηματογραφικής Λέσχης της «Τέχνης» στη Θεσσαλονίκη από τον Παύλο Ζάννα που λειτούργησε ως ο προπομπός του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και πίσω στον απόηχο της Χούντας στο κέντρο της Αθήνας οι φοιτητές δίνουν μια νέα πνοή στον Κινηματογράφο Ίριδα που στεγάζει πλέον τη Φοιτητική Κινηματογραφική Λέσχη της Αθήνας, προβάλλοντας επαναστατικές, ανεξάρτητες αλλά και κλασικές ταινίες, αναδεικνύοντας από τα σπάργανά της ταλαντούχους κινηματογραφιστές και μυημένους θεατές! Σταδιακά οι Λέσχες εμφανίζονται και στις γύρω γειτονιές. Ως γνήσιες κυψέλες επικοινωνίας τα μέλη τους συναντώνται, διαλέγουν ταινίες, τις προβάλλουν και μετά συζητούν γι’ αυτές. Σ’ αυτές τις καθημερινές γιορτές τα ενεργά μέλη των Λεσχών προσκαλούν τους Έλληνες κινηματογραφιστές κι έτσι όλοι μαζί «κοινωνούν» σ’ αυτό το υπέρτατο καλλιτεχνικό μυστήριο, φτιάχνοντας μια «συμμορία» που τινάζει στον αέρα την ανία της καθημερινότητας! Οι Κινηματογραφικές Λέσχες δεν αποτέλεσαν μόνο σημείο αναφοράς για το σινεφίλ κοινό. Στους κόλπους τους ανδρώθηκαν θεωρητικοί του κινηματογράφου αλλά και σκηνοθέτες που μεταπήδησαν από τον ερασιτεχνισμό στη δημιουργία ταινιών με αξιώσεις και βραβεία. Αυτά λοιπόν τα «παραδεισένια» σινεμά δημιουργούν τρικυμία συναισθημάτων και μία βεβαιότητα πως νιώθεις «σαν στο σπίτι». Αυτό, άλλωστε, διαβεβαίωσε και ο Τζουσέπε Τορνατόρε ένα καλοκαιρινό βράδυ
Το 1869 ο πρώτος σιδηρόδρομος συνδέει την Αθήνα με τον Πειραιά. Το θορυβώδες «Θηρίο» μπορεί να ασθμαίνει κατά τη μεταφορά των πρώτων επιβατών του, εγκαινιάζει ωστόσο μια νέα εποχή και μια πρωτόγνωρη εμπειρία μετάβασης σε νέους προορισμούς. Σταδιακά, οι σταθμοί πυκνώνουν μέχρι που οι τροχιές των πόλεων και των ανθρώπων της νεότερης Ελλάδας συντονίζονται και ανταμώνουν, χάρη στην αέναη κινητικότητα των στιβαρών ραγών. Τα βαγόνια αλλά και οι εσωτερικοί χώροι των πρώτων τρένων υπήρξαν απαράμιλλης αισθητικής. Εντός τους δέσποζαν καλαίσθητα εστιατόρια και άνετες κλίνες που έκαναν το ταξίδι άνετο και πολυτελές, σε όσους βέβαια επέτρεπε η οικονομική τους δεινότητα. Ωστόσο, τα τρένα ως μέσα μεταφοράς δεν κάνουν διακρίσεις. Όλοι έχουν δικαίωμα στο ταξίδι. Πλούσιοι και φτωχοί, φοιτητές και εργαζόμενοι, μετανάστες και παντός είδους φυγάδες. Κάθε ταξιδιώτης έχει εγγράψει στη μνήμη του τις δικές τους ανεξίτηλες εμπειρίες. Οι σταθμοί και τα τρένα στεγάζουν καημούς, γεννούν όνειρα και προσμονές, φυγαδεύουν την ελπίδα, εσωκλείουν τη ματαίωση. Ακόμη, εκεί γεννιούνται έρωτες ή επιτείνονται τα ερωτικά αδιέξοδα, ανθίζουν φιλίες, γίνονται τα καλύτερα διαβάσματα, αλλά εκτελούνται και εσωτερικές ενατενίσεις. Γι’ αυτό άλλωστε και το τρένο έχει αποτελέσει σημαντικό αντικείμενο αναφοράς για την Τέχνη. Οι πρωταγωνιστές των κινηματογραφικών ταινιών λαμβάνουν εκεί αποφάσεις ζωής. Εκεί, το τρένο σηματοδοτεί το απαρέγκλιτο. Ακόμη, πλήθος ελληνικών λαϊκών τραγουδιών χρησιμοποιούν το τρένο που σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι δηλωτικό του πόνου και της απουσίας που τις περισσότερες γίνεται τόσο μακρινή όση και η απόσταση που διαγράφει το τρένο στο πέρασμά του. Τέλος, η αρχιτεκτονική και η τέχνη της φωτογραφίας δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστες στο θέαμα ενός παροπλισμένου τρένου ή στην όψη των βιομηχανικών επαύλεων και των εγκαταλειμμένων μηχανοστασίων. Τα τρένα και οι σταθμοί λειτουργούν ως χώροι ψυχικής συμπεριφοράς, πυρήνες της αστικής ζωής και φυσικά ως αιώνια παρούσες έξοδοι κινδύνου…
Πλάκα: Η συνοικία των Θεών. Ένα τοπόσημο άμεσα συνδεδεμένο με τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, που μοιραία έγινε ο απόλυτος προορισμός για έναν τουρίστα. Πέρα από τα χαρακτηριστικά της ταβερνάκια, η Πλάκα ήταν η γειτονιά που φιλοξένησε τις εμβληματικές μπουάτ, που πρόσφερε ένα άσυλο ελευθερίας και πλήρους αποδοχής, αφού εκεί εμφανίστηκαν τα πρώτα gay bar και που συνέδεσε το όνομά της με την εμφάνιση και λειτουργία των πρώτων θρυλικών ντισκοτέκ! Στα στενά της ωστόσο, γραφόταν και μια άλλη ιστορία. Πρόκειται για την εκκόλαψη των πρώτων ροκ και πανκ live μαγαζιών. Έτσι, το περιβάλλον τοξικότητας που δημιούργησε η Χούντα, λειτούργησε σαν ένα εύφλεκτο υλικό για τους νεαρούς αμφισβητίες του δόγματος «ησυχία, τάξη και ασφάλεια». Στους χώρους αυτούς κυριαρχούσε η αντισυμβατικότητα στη μουσική και στο στυλ, οι μουσικοί πειραματισμοί, η επαφή των νέων με τους ήχους των μουσικών τους ειδώλων από το εξωτερικό, αλλά και η δημιουργία νέων μουσικών από τα ελληνικά συγκροτήματα που «άνθιζαν» στα underground μουσικά στέκια. Για τους νέους της εποχής (μέσα της δεκαετίας του ’70, αρχές του ’80) το Tiffany’s, το Skylab, η Αρετούσα, το 2001, η Σοφίτα, το Mad και πολλά άλλα όριζαν την έναρξη μιας νέας εμπειρίας μακριά από τα καθιερωμένα και κοινώς αποδεκτά πρότυπα μουσικής και διασκέδασης. Οι λάτρεις της ροκ αρχικά και της πανκ στη συνέχεια, μετέτρεψαν την Πλάκα σε καταφύγιό τους, μακριά από τη συνηθισμένη για την εποχή κοινωνική κατακραυγή που έφτανε έως και τον χλευασμό πολλές φορές από τμήματα της κοινωνίας που αδυνατούσαν ή αρνούνταν να κατανοήσουν την αντισυμβατική στάση τους. Ίσως το πλήθος των τουριστών και τα ξενόφερτα μουσικά τους ακούσματα αλλά και η πραγματική υποβάθμιση της αθηναϊκής συνοικίας την εποχή εκείνη, να ήταν κάποιοι από τους λόγους που οι νέοι στέριωσαν για κάποια χρόνια τα δικά τους στέκια, χώρους έκφρασης, αυθεντικούς και απενοχοποιημένους, ανάμεσα στην πολύβουη Βαβέλ της Πλακιώτικης διασκέδασης. Οι χώροι αυτοί όμως, μαζί και με άλλους, έπεσαν θύματα της προσπάθε
Ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε με τον πιο ρωμαλέο, τον πιο αδρό και τον πιο όμορφο τρόπο όλους τους καημούς, τις ελπίδες και τα παράπονα του ελληνικού λαού». Ο «Στελάρας» ήδη από τη δεκαετία του ’50 έδινε με τη διαπεραστική του φωνή το «παρών». Ήταν εκεί στα γραμμόφωνα των φτωχικών σπιτιών και των καφενείων της επαρχίας αλλά και στα τζουκ μποξ των αφιλόξενων μεγαλουπόλεων του εξωτερικού. Έγινε νανούρισμα για τα παιδιά, ο μελοποιημένος καημός του μετανάστη, το παράπονο του φτωχού για το άδικο, ο καημός της μάνας. Χωρίς να το γνωρίζει, τα τραγούδια του αποτελούσαν λύτρωση, συντροφιά και διέξοδο. Έτσι αναπόφευκτα, ο Στέλιος Καζαντζίδης έλαβε τα χαρακτηριστικά ενός ζωντανού θρύλου ενώ, άθελά του, κατασκεύασε μια μυθολογία ικανή να επιβιώσει και να γιγαντωθεί δεκαετίες μετά τον βιολογικό του θάνατο. Οι άνθρωποι που συμβάλλουν στη διατήρηση της ζώσας μνήμης του, είναι οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από την ίδρυση, τη διατήρηση και την αδιάλειπτη λειτουργία των Συλλόγων Φίλων Καζαντζίδη. Από τη Γερμανία, την Κύπρο και τη Φρανκφούρτη μέχρι την Ελασσόνα, οι απανταχού «Καζαντζιδικοί» δημιουργούν χώρους αγάπης, αλληλεγγύης και επικοινωνίας. Εκεί όπου σμίγουν, γλεντούν και τραγουδούν. Οι Σύλλογοι Φίλων Καζαντζίδη αποτελούν εστίες αναμνήσεων, χώρους αρμονικής συνύπαρξης αλλά και καταφύγια που υποδέχονται τα νέα μέλη με εγκαρδιότητα. Οι πρόεδροι και τα μέλη των Συλλόγων συναντιούνται, στήνουν γλέντια, οργανώνουν γιορτές μνήμης, βοηθούν τους συνανθρώπους τους, τιμώντας με τον πιο έμπρακτο τρόπο τον άνθρωπο που πέρα από προσωπικός θεός τους, υπήρξε ο συμπότης τους, η συντροφιά στο ψάρεμα και η ψυχή της παρέας τους. Η ξενάγηση στα «στέκια» του Στέλιου Καζαντζίδη θα πραγματοποιηθεί μέσα από τις αφηγήσεις επιστήθιων φίλων του αλλά και απλών ανθρώπων, που μοιράζονται μαζί μας συγκινητικές ιστορίες και στήνουν ένα τρυφερό και αυθεντικό «καζαντζιδικό γλέντι». Συγκεκριμένα, μιλούν (με αλφαβητική σειρά) οι: Γιώργος Αποστολίδης (ιδιοκτήτης ταβέρνας), Μαίρη Αρώνη (πρόεδρος Συλλόγου Φί
Αν η νύχτα θεωρείται η επικράτεια των ονείρων, του γλεντιού και της απελευθέρωσης από τις συμβάσεις της ημέρας, τότε τα νυχτερινά κέντρα υπήρξαν τα βασίλειά της που έστεκαν αγέρωχα στην άκρη της πόλης. Στο κέντρο, τα προάστια και την επαρχία οι απανταχού γλεντζέδες περνώντας το κατώφλι των κέντρων, πρώτης, δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας εισέρχονταν σ’ έναν κόσμο «αστραφτερό», αλλά όχι πάντα και φωτεινό. Τι ήταν όμως τα νυχτερινά κέντρα; Ήταν: Οι φωτεινές επιγραφές. Η μαρκίζα. Οι ακάματοι μετρ και οι σερβιτόροι. Μάγειροι, λαντζέρηδες και πορτιέρηδες. Οι κονσοματρίς στο μπαρ. Τα κορίτσια των λουλουδιών και της γκαρνταρόμπας. Τα λαμπερά αστέρια που μεσουρανούσαν καταμεσής του μαγαζιού. Και οι θαμώνες. Κάθε ηλικίας, κοινωνικής διαστρωμάτωσης και επαγγέλματος. Οι άνθρωποι που ξέδιναν ή έκαναν το κομμάτι τους, εκείνοι που αναζητήσουν μια συντροφιά κι εκείνοι που ερωτεύονταν με πάθος, εκείνοι που κουβαλούσαν το δικό τους βαρύ και φορτίο και το μεταφέρανε συνοδεία τσιγάρου και αλκοόλ από το τραπέζι τους προς στην πίστα. Τη φλεγόμενη πίστα που φιλοξενούσε τα μεγάλα σουξέ, που ήταν φτιαγμένη για να αντέχει ηχητικούς, χορευτικούς και συναισθηματικούς κραδασμούς. Τα νυχτερινά κέντρα της χρυσής εποχής έφεραν τους δικούς τους κανόνες, τα δικά τους «ήθη». Είχαν τους δικούς τους διαχωρισμούς, ώστε αλλού να τραγουδούν και να διασκεδάζουν οι καθωσπρέπει κι αλλού οι λαϊκοί. Οι παραγγελιές (ζωντανές και τηλεφωνικές), οι καψούρες, οι ζημιές, το σπάσιμο των πιάτων, ο «πόλεμος» των λουλουδιών υπήρξαν τα συστατικά στοιχεία ενός κόσμου που άφησε το στίγμα του σ’ αυτό που ονομάζεται αυθεντική λαϊκή νυχτερινή διασκέδαση και είχε στο επίκεντρό του τη γυναικεία παρουσία, άλλοτε ως αντικείμενο του πόθου κι άλλοτε ως αντικείμενο εκμετάλλευσης. Στο όνομά τους ξοδεύτηκαν περιουσίες, «φαγώθηκαν» επιχορηγήσεις, έκλεισαν σπίτια. Μπορεί πολλά απ’ αυτά να έχασαν την αλλοτινή τους αίγλη ή να έβαλαν λουκέτο, μπορεί τα μικρά κορίτσια να μεγάλωσαν και η διασκέδαση να άλλαξε. Σε κάθε περίπτωση όμως σφράγισαν
Μία σκηνή. Ένα φως. Ένα μικρόφωνο. Ένας κωμικός. Πολλά αστεία. Δυνατά γέλια που λειτουργούν ως αποτελεσματικό ξόρκι απέναντι στην ανελέητη καθημερινότητα. Και το κοινό: χωρίς ηλικία, κοινωνική θέση, φύλο. Μόνο με διάθεση: για γέλιο και αποφόρτιση. Έλκοντας την καταγωγή του από τα ποικίλα θεάματα αλλά και δεχόμενο επιρροές από το φημισμένο θεατρικό είδος Vaudeville στην Αμερική και τα Music Halls της Αγγλίας, το stand up comedy εμφανίζεται και στην Ελλάδα. Ξεκινώντας κατά έναν τρόπο από τον κομπέρ Γιώργο Οικονομίδη, εισάγεται στη λαϊκή συνείδηση με τον Χάρρυ Κλυνν, ο οποίος δούλεψε και γνώρισε το είδος στην Αμερική. Στην πρόζα του Γιώργου Μαρίνου, αλλά και μετέπειτα στις παραστάσεις του Τζίμη Πανούση μπορείς να διακρίνεις επίσης στοιχεία stand up. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Λουκία Ρικάκη με την ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών (επαγγελματιών ή και ερασιτεχνών) δημιουργεί τις «Νύχτες Κωμωδίας», μια εναλλακτική πρόταση διασκέδασης στα πρότυπα των Comedy Club της Αγγλίας και συστήνει στο ελληνικό κοινό το stand up με το όνομά του. Έκτοτε, οι χώροι που φιλοξενούν τους κωμικούς, τους σύγχρονους μάγους που μεταμορφώνουν τη διάθεσή μας, είναι πολλοί: θέατρα, μουσικές σκηνές, μπαρ, μεγάλα stages αλλά και μικρά σαλόνια σε διαδικτυακά δωμάτια. Ο κωμικός γράφει τα κείμενά του, εμπνέεται από τα καλώς και κακώς κείμενα της σύγχρονης ζωής, καταπιάνεται με βαθιά φιλοσοφικά θέματα αλλά και με μικρά και απλά. Κινείται, σκέφτεται αέναα και παρατηρεί τους γύρω του, είναι συλλέκτης συναισθημάτων και εμπειριών, λειτουργώντας σαν ένας καθρέφτης που αντανακλά τα πιο όμορφα, γήινα και τρυφερά είδωλα. Τα είδωλα των θεατών του. Μπορεί να είναι μοναχικός ή να έχει κι αυτός προβλήματα, ωστόσο βρίσκεται στην υπηρεσία του γέλιου (λέγεται ότι ένας καλός κωμικός πρέπει να κερδίζει 6-8 γέλια στο λεπτό από το κοινό του). Σήμερα η θεματολογία ποικίλει, οι νέοι κωμικοί μαθαίνουν την κωμωδία από το διαδίκτυο, οι παλαιοί κωμικοί ωριμάζουν και εμπνέουν τους νεότερους, τα παλιά στέκια έχουν διαδεχτεί ν
Τη στιγμή που το ρεύμα της hip hop κουλτούρας γεννιέται στο νότιο Μπρονξ της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του ʼ70 από Αφροαμερικανούς και Πουερτορικανούς, η ελληνική νεολαία ζει στον αστερισμό της Μεταπολίτευσης. Τα πρώτα ραπ τραγούδια θα ακουστούν στη χώρα μας από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Αμερικάνικης Βάσης στο Ελληνικό, πολύ πριν οι δίσκοι βινυλίου εισαχθούν στην εγχώρια αγορά.Το hip hop στην Ελλάδα εμφανίζεται επίσημα στις ντισκοτέκ στα μέσα της δεκαετίας του ʼ80, ως χορευτικό ιδίωμα της μουσικής ντίσκο. Διαγωνισμοί breakdance στις πολύχρωμες πίστες και τα πρώτα δειλά ραπαρίσματα σε τραγούδια δισκογραφούνται. Η νεολαία παρακολουθεί φανατικά δορυφορική τηλεόραση που παρέχεται δωρεάν τότε και ενημερώνεται. Πειρατικές βιντεοκασέτες και κασέτες ήχου θα περάσουν από χέρι σε χέρι και οι πρώτοι φαν θα συχνάζουν τα Σάββατα στα δισκάδικα, ψάχνοντας κάτι που άκουσαν στο Υο! MTV Raps. Οι πρώτοι φαν, προσπαθώντας να ενταχθούν στη νέα κουλτούρα, θα φορούν φαρδιά ρούχα και μπλούζες συγκροτημάτων και έτσι θα αναγνωρίζονται, θα ξεκινήσουν να «αράζουν» στις πλατείες με boomboxes, θα χορεύουν σε battles, θα «καβαλάνε» ποδήλατα bmx, θα κάνουν σκέιτ , θα «ταγκάρουν» παράνομα τοίχους και θα φτιάχνουν τις δικές τους ρίμες, φορώντας τα καπέλα τους ανάποδα.Έτσι κάπως θα φτιαχτούν οι πρώτες παρέες ανά γειτονιά που θα δημιουργήσουν και τα πρώτα συγκροτήματα. Οι Terror X Crew στην Νέα Ιωνία, οι Active Member στο Πέραμα, οι FFC στο Βύρωνα. Οι συναυλίες τους λιγοστές σε καφέ μπαρ των γειτονιών τους και σε πλατείες. Το λιγοστό κοινό των 50 - 100 ατόμων ενημερώνεται από στόμα σε στόμα και από αυτοσχέδιες αφίσες που κολλιούνται από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Ίσως η πρώτη συναυλία των Public Enemy στην Αθήνα να είναι και η πρώτη τους συνάντηση γνωριμίας.Με τα χρόνια οι μπάντες πολλαπλασιάζονται και το κοινό αυξάνεται. Τα συγκροτήματα ξεκινούν εμφανίσεις σε οργανωμένα κλαμπ, όπως το Rodeo, το An Club, το Ρόδον, ενώ παράλληλα πολλοί απʼ αυτούς δισκογραφούν σε εταιρείες.Στις αρχές της δε
Η ζωή είναι σαν το ποδήλατο. Για να κρατήσεις την ισορροπία σου πρέπει να προχωράς συνεχώς» ~ Άλμπερτ Αϊνστάιν, Νομπελίστας φυσικόςΦθαρμένο ή ολοκαίνουργιο, αγορασμένο με το χαρτζιλίκι ή δανεικό, αγωνιστικό ή μη, το ποδήλατο στο φαντασιακό των μικρών ή μεγάλων φίλων του αποτελεί μέσο μεταφοράς, αναψυχής, φορέα γλυκών αναμνήσεων, εγγραφέα εμπειριών του δρόμου, αιτία για φιλίες, μα πάνω από όλα αφορμή για μικρά ή μεγάλα ταξίδια, εξωτερικές εξερευνήσεις και εσωτερικές αναζητήσεις.Το ποδήλατο, απότοκο της Βιομηχανικής Επανάστασης και συνυφασμένο με την τεχνολογική πρόοδο, εμφανίζεται στην Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα, ενώ στην Ελλάδα ο πρώτος αναβάτης του δεν είναι άλλος από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ που το ιππεύει, το 1867, μετατρέποντάς το σε σύμβολο της αστικής τάξης. Έκτοτε, το ποδήλατο δεν έπαψε να λαμβάνει πολλαπλές ταυτότητες με την εναλλαγή των εποχών και των κοινωνικών μετασχηματισμών. Έτσι από ταυτοτικό στοιχείο της αστικής τάξης μετατρέπεται, σταδιακά, σε σύμβολο της εργατικής τάξης, εξελίσσεται σε σύμβολο του φεμινισμού και της γυναικείας χειραφέτησης, για να ταυτιστεί καθολικά στη λαϊκή συνείδηση με τα κορυφαία αθλητικά γεγονότα και τις επιτυχίες που κατακτούν οι αγαπημένοι εγχώριοι (ή μη) πρωταθλητές στην Ελλάδα αλλά και ολόκληρο τον κόσμο.Οι εραστές του ποδηλάτου είναι πολλοί και «αεικίνητοι». Δημιουργούν αθλητικούς συλλόγους, κανονίζουν εκδρομές και δράσεις για την ανακατάληψη του δημόσιου χώρου, αλλά και ποδηλατοβόλτες που προωθούν την ορατότητα και την περαιτέρω κοινωνικοποίησή τους. Οι φίλοι του ποδηλάτου υπάρχουν παντού. Οι «δικοί» μας άνθρωποι αναπαλαιώνουν ποδήλατα ή κατασκευάζουν τα καινούργια μα ελαφρώς φθαρμένα στα όμορφα και οικεία καταστήματά τους. Σε άλλες γειτονιές ορισμένοι διοργανώνουν κάποια events στους φιλόξενους χώρους τους, την ίδια στιγμή που οι παλαίμαχοι αθλητές αναπολούν τις ένδοξες αθλητικές μέρες του παρελθόντος στους συλλόγους τους και οι σημερινοί ενεργοί αθλητές προπονούνται στο «Ολυμπιακό Ποδηλατοδρόμιο». Κάπου αλλού οι μικ
Τι να είναι αυτό που κάνει το μπουζούκι άραγε τόσο ξεχωριστό; Το μουσικό αυτό όργανο που συνοδεύει τη χαρά και τα γλέντια μας, απαλύνει τον ερωτικό πόνο, ανακουφίζει τα σεκλέτια μας και εκφράζει τους κοινωνικούς προβληματισμούς μας, έχει καταλάβει την πρώτη θέση στο πάνθεο των ελληνικών παραδοσιακών μουσικών οργάνων. Κι αν ανάμεσα στον παίκτη και το όργανο αναπτύσσεται μια σχέση ζωής, ανάμεσα στους παίκτες και τους κατασκευαστές αναπτύσσονται δεσμοί ακατάλυτοι και φιλίες που κρατάνε χρόνια. Από τον Κωσταντή Γκέλη, ο οποίος έμαθε την τέχνη της οργανοποιίας στη φυλακή, προμηθευόταν τα μπουζούκια του ο μεγάλος Μάρκος Βαμβακάρης. Αργότερα, η οικογένεια Παναγή καταφτάνει από τη Μικρά Ασία και κατασκευάζουν μπουζούκια και άλλα μουσικά όργανα. Παράλληλα, οι Αρμένιοι κατασκευαστές εμφανίζονται δυναμικά στην ελληνική οργανοποιία, ταυτίζοντας το όνομά τους με τη δημιουργία μπουζουκιών-έργων τέχνης, όπως για παράδειγμα ο αξεπέραστος μάστορας Ζοζέφ Τερζιβασιάν που κράτησε κρυφά τα μυστικά της τέχνης του κι έγινε μύθος ανεξίτηλος. Και από την άλλη, οι αδελφοί Άρης και Γρηγόρης Απαρτιάν άφησαν με τη σειρά τους μια σημαντική παρακαταθήκη στους νεότερους τεχνίτες. Παράλληλα με την εξέλιξη και τις αλλαγές που επέφεραν στο μπουζούκι, εξελίχθηκε το ρεμπέτικο, το λαϊκό και το έντεχνο τραγούδι, τα οποία αποτελούν έναν από τους θεμέλιους λίθους του νεοελληνικού πολιτισμού. Οι μάστορες αυτοί ζούσαν και δημιουργούσαν εντός των δικών τους «βασιλείων». Ανάμεσα στα καλούπια, τα σκάφη, τα εργαλεία και τις ψαρόκολλες, αναδύονταν οι κελαριστοί ήχοι των οργάνων που μόλις παρήγαγαν τους πρώτους τους ήχους σε μια διαδικασία μυστηριακή και υποβλητική. Μέσα σ’ αυτούς τους χώρους πραγματοποιούνταν σημαντικές συναντήσεις ανάμεσα σε μουσικούς, τεχνίτες, μαθητευόμενους σε μια αέναη τελετή μύησης και δημιουργίας. Σήμερα, τα παραδοσιακά οργανοποιεία στέκουν αγέρωχα και υπερήφανα, ενώ οι άλλοτε νεαροί μαθητευόμενοι τεχνίτες γίνονται πλέον οι δάσκαλοι για την επόμενη γενιά οργανοποιών, εξασφαλίζοντας τη
Το μεγαλύτερο πάρκο της πρωτεύουσας. Ένας δημόσιος χώρος 300 στρεμμάτων, φιλοξενεί κάθε μέρα τους κατοίκους της πόλης, στην καταπράσινη αγκαλιά του. Το Πεδίον του Άρεως που σχεδιάζεται το 1934 με βασικό σκοπό να τιμηθούν οι Ήρωες της Επανάστασης του 1821, αποτελεί ένα τοπόσημο με ειδικό και σημαίνον ιστορικό βάρος, επιβλητικό όσο και τα σπουδαία μνημεία που φιλοξενεί στους κήπους του. Δεν ορίζει απλώς έναν τόπο μνήμης και συνδιαλλαγής των πολιτών με τους ένδοξους προγόνους τους, αλλά λειτουργεί και σαν χώρος ανάπαυσης, άθλησης, ψυχαγωγίας, συντροφικότητας, περισυλλογής, επικοινωνίας. Το Πάρκο μοιάζει με βαλβίδα αποσυμπίεσης, μια πράσινη όαση απέναντι στο μονότονο και τσιμεντένιο αστικό τοπίο αλλά και ένας μαγνήτης που έλκει ετερόκλητα στοιχεία τα οποία ωστόσο συνυπάρχουν αρμονικά όπως άλλωστε ορίζουν οι αξίες ενός ανοιχτού, δημόσιου χώρου. Παιδιά που παίζουν, ηλικιωμένοι και ερωτευμένα ζευγάρια που περιπατούν, άνθρωποι που αθλούνται, , αλλά και μετανάστες που εκδράμουν με τις οικογένειές τους ή παίζουν παιχνίδια της πατρίδας τους, συνθέτουν μια πολύχρωμη και γοητευτική ανθρωπογεωγραφία. Από την άλλη, το πολυμορφικό «Πεδίον του Άρεως», έχει φιλοξενήσει από εκρηκτικές συναυλίες και πολυπληθείς προεκλογικές συγκεντρώσεις, μέχρι Εκθέσεις Βιβλίου, εικαστικά δρώμενα αλλά και τις ξέγνοιαστες, αξέχαστες βραδιές του Green Park και του θρυλικού Άλσους του Γιώργου Οικονομίδη, που είναι απόλυτα ταυτισμένος με τον χώρο του Πάρκου. Το Πεδίον του Άρεως μετασχηματίζεται, γνωρίζει ένδοξες και άδοξες μέρες, παρατηρεί τα χρόνια να περνούν, τις εποχές να αλλάζουν, τις γενιές των επισκεπτών να διαδέχονται η μία την άλλην και συνδιαλέγεται με τους επισκέπτες του. Πάντα όμως, παραμένει στη συνείδηση των επισκεπτών του, ένα οικείο καταφύγιο, που μέσα του φιλοξενήθηκαν και φιλοξενούνται τα νιάτα, οι αναμνήσεις, η νοσταλγία και η χαμένη αθωότητα.
Οι απαρχές του κουκλοθεάτρου, μιας σύνθετης τέχνης που αψηφά την αδράνεια και αγγίζει τη μαγεία, μπορούν να αναζητηθούν στα βάθη των αιώνων. Με πάνω από 25.000 χρόνια διαπιστωμένης παρουσίας κοντά μας, οι κούκλες, ξεκινούν τη διαδρομή τους παίζοντας το ρόλο λατρευτικών αντικειμένων σε πανάρχαιες τελετουργίες, παιδικών παιχνιδιών και βέβαια θεατρικών αντικειμένων. Θα τις συναντήσουμε στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στην Ινδονησία, στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα και όπου αλλού αναπτύσσεται ο ανθρώπινος πολιτισμός. Στην αρχαία Αθήνα, παραστάσεις με νευρόσπαστα, αρθρωτές κούκλες δηλαδή, γίνονται στο ίδιο θέατρο όπου παρουσιάζονται έργα του Ευριπίδη. Ο Φασουλής, το αλλόκοσμο πλάσμα με την ανθρώπινη μορφή, ένας λαϊκός ήρωας – τρισδιάστατος ομόλογος του Καραγκιόζη, ακολουθώντας τα βήματα των Ιταλών ηρώων του κουκλοθεάτρου Fagiolino και Pulcinella, σαν γελωτοποιός και απόγονος της Commedia dell’Arte, πρωτοεμφανίζεται στη Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Ο χαρακτήρας αυτός θα βρεθεί ακόμα στην Αγγλία με το όνομα Punch, στην Ρωσία ως Petrushka, στην Πορτογαλία ως Dom Roberto, στην Κεντρική Ευρώπη ως Kasper και σε πολλούς άλλους τόπους με διαφορετικά ονόματα, αλλά πάντα με την ίδια παιγνιώδη διάθεση. Στις αρχές του 20ουαιώνα, ο χαρισματικός Χρήστος Κονιτσιώτης, αντικαθιστά τον Φασουλή με τον ευπρεπέστερο, δικής του επινόησης «Πασχάλη» και μαζί μ’ έναν μεγάλο θίασο από ξύλινα ανδρείκελα, ανεβάζει ακόμη και έργα κλασικού ρεπερτορίου. Τη δεκαετία του 1930 η Ελένη Θεοχάρη – Περάκη επιστρέφει στην Ελλάδα από τις σπουδές της στο Παρίσι και διδάσκει εικαστικά στην Σχολή Αηδονοπούλου, όπου ασχολείται και με το κουκλοθέατρο. Στα χρόνια της Κατοχής, μια οικεία μορφή για τα παιδιά της τραυματισμένης Ελλάδας έχει εμφανιστεί: Η κούκλα που δημιούργησε η Ελένη Θεοχάρη – Περάκη, ο καλός θείος Μπαρμπα – Μυτούσης, που μαζί με τα δύο ανιψάκια του, Κλούβιο και Σουβλίτσα, θα αγαπηθούν από πολλές γενιές παιδιών. Στη νέα εποχή που θα ξεκινήσει με τη Μεταπολίτευση, ο αμιγώς διδακτικός χαρακτήρας, με τον οποίο ήταν συν
Η Ομόνοια δεν είναι απλά μία πλατεία. Είναι ένα σύστημα σχέσεων υποκειμένων αλλά και δρόμων τοπόσημων για την πρωτεύουσα, ένα δυναμικό οικοσύστημα, σημείο συνάντησης αλλά και σημείο διασταύρωσης αντιθέσεων. Η Ομόνοια το 1834, όταν η Αθήνα ανακηρύσσεται πρωτεύουσα, βρίσκεται εκτός των ορίων της πόλης, στο βόρειο άκρο της, με την περιοχή από την πλατεία Κουμουνδούρου ως την Πατησίων να καλύπτεται από βοσκοτόπια. Η εξέλιξή της δεν θα έχει την τύχη που ήθελαν οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ σχεδιάζοντας τα νέα σχέδια της πόλης των Αθηνών και τοποθετώντας τα ανάκτορα στην περιοχή της Πλατείας Ομονοίας. Τα σχέδια της πόλης θα αλλάξουν ξανά και ξανά με τα οικονομικά συμφέροντα να προσδιορίζουν τελικά την δημιουργία των ανακτόρων στο Σύνταγμα, σε μια ίσως συμβολική νίκη της δύναμης των όπλων επί του πνεύματος και την πλατεία Όθωνα να παίρνει την σημερινή της ονομασία, όταν οι Αθηναίοι «ομονοούν» στην έξωση του βασιλέα Όθωνα.
Εκτός από εκείνους που θεωρούν το αυτοκίνητο ένα απλό, χρηστικό μέσο μεταφοράς, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που διακρίνει σε αυτό κάτι παραπάνω. Τα “κλασσικά αυτοκίνητα” δεν αποτελούν για ορισμένους «ξεπερασμένα σαραβαλάκια» με πολλά μηχανολογικά προβλήματα αλλά κινούμενα στολίδια η αποστολή των οποίων είναι με την κυκλοφορία τους να ομορφαίνουν τους δρόμους, παρά να σκονίζονται ή να σαπίζουν σε κάποια αποθήκη. Πρόκειται για τα μέλη της παλαιότερης λέσχης Φίλων Παλαιού Αυτοκινήτου, της ΦΙΛΠΑ. Το κλασσικό αυτοκίνητο (αυτοκίνητο ηλικίας άνω των 30 ετών), ορίζει για ορισμένους ένα μέσο σύνδεσής τους είτε με την παιδική τους ηλικία είτε με αλλοτινές εποχές. Όλα τα μέλη της ΦΙΛΠΑ τρέφουν βαθιά αγάπη για τα αυτοκίνητά τους και δεν θα τα αντάλλαζαν με κανένα νέο σύγχρονο αυτοκίνητο. Μεριμνούν για εκείνα ώστε να τα κρατήσουν λειτουργικά, τα αναπαλαιώνουν, τα επιδιορθώνουν και τα φροντίζουν με ιδιαίτερη προσοχή και αγάπη Στην ΦΙΛΠΑ μπορεί κανείς να γνωρίσει ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο πάθος, να λάβει συμβουλές αλλά και έμπρακτη βοήθεια για την συντήρηση/ αναπαλαίωση του οχήματός του, να συμμετέχει στις διοργανώσεις και τα Ράλλυ της. Τα τελευταία, δε, δεν αφορούν ανταγωνιστικούς διαγωνισμούς ταχύτητας, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά αφορμή για “κοινωνικοποίηση” που τα έχει όλα: Γλέντι, φάρσες, ουσιαστική συνύπαρξη των οδηγών και των αυτοκινήτων στον δρόμο, αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια του ενός για τον άλλον. Οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών είναι ισχυροί και αρμονικοί ανεξάρτητα από την ηλικία την κοινωνική θέση, τον αριθμό ή την μάρκα του αυτοκινήτου που έχει ο καθένας τους.
Η έλευση του ραδιοφώνου στη ζωή των ανθρώπων εγκαινίασε μια μαγική εποχή. Ήδη, από τις αρχές του 20ου αιώνα και πριν την έναρξη της επίσημης ελληνικής ραδιοφωνίας οι παθιασμένοι λάτρεις του ραδιοφώνου κατασκεύαζαν «αυτοσχέδιους σταθμούς» σε απίθανα μέρη αποκτώντας φανατικούς ακροατές. Στις αρχές της δεκαετίας του 60, με την εισβολή του ροκ και την απουσία τέτοιων ακουσμάτων από το επίσημο ελληνικό ραδιόφωνο ορισμένοι ανήσυχοι νέοι αναλαμβάνουν να καλύψουν αυτό το κενό. Καταλαμβάνουν ταράτσες, πλυσταριά, υπόγεια και λοιπούς ελεύθερους χώρους, ανακατεύονται με τα ηλεκτρονικά, ξεπατικώνουν σχέδια δημιουργίας ραδιοφωνικών σταθμών που βρίσκουν από τα αντίστοιχα περιοδικά της εποχής, και ορθώνουν περήφανα τις κεραίες τους. Πρόκειται για τη χρυσή εποχή των ερασιτεχνικών ραδιοφωνικών σταθμών με τους ραδιοερασιτέχνες να αποτελούν τους λαϊκούς ήρωες της γειτονιάς τους. Στους χώρους αυτούς που έχουν χαρακτηριστεί ως «χώροι προσκυνήματος» συντελούνταν μια μυστηριακή μουσική επικοινωνία. Εκεί η «νεόφερτη» μουσική και τα νέα μουσικά πρότυπα γίνονταν ευρέως γνωστά ενώ παράλληλα εκκολάπτονταν μέσω των αφιερώσεων φλογερά φλερτ, γεννιούνταν βαθιές φιλίες αλλά και άτυποι ανταγωνισμοί μεταξύ των ραδιοερασιτεχνών για το ποιος σταθμός ακούγεται πιο μακριά ή έχει το μεγαλύτερο κοινό. Από την άλλη, στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας, επιστρατεύονταν τα «πάντα αποτελεσματικά ραδιογωνιόμετρα» που εντόπιζαν τους ταραξίες της επιβαλλόμενης «κοινής ησυχίας» ξεκινώντας ένα αέναο κυνήγι μεταξύ των αστυνομικών και των «ραδιοφωνάκηδων» οι οποίοι μηχανεύονταν ευρηματικούς τρόπους διαφυγής. Το φαινόμενο δείχνει να γιγαντώνεται την στιγμή που κάποια ανήσυχα παιδιά δημιουργούν σταθμούς για να αμφισβητήσουν την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων προετοιμάζοντας την ανατροπή της. Είναι τα παιδιά του Πολυτεχνείου αλλά και των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων της επαρχίας που αρθρώνουν την φωνή τους περήφανα και μαχητικά δίνοντας ζωή στο μετέπειτα ερασιτεχνικό «πολιτικό ραδιόφωνο» που ανθίζει στις αρχές του 80. Οι
Ύστερα από 6 χρόνια παρουσίας στη δημόσια τηλεόραση, η σειρά «Τα Στέκια – Ιστορίες Αγοραίου Πολιτισμού» φτάνει στο 72ο και τελευταίο επεισόδιο, με τίτλο Τα στέκια του Νίκου Τριανταφυλλίδη. Ύστερα από 71 ντοκιμαντέρ για χώρους φυσικούς ή και μη, χώρους όμως που έγραψαν ιστορία και αγαπήθηκαν, χώρους που έπαιξαν έναν ιδιαίτερο ρόλο στον λαϊκό ή αγοραίο πολιτισμό, όπως λέει και ο υπότιτλος, έπειτα από περισσότερες από 1.300 συνεντεύξεις με θαμώνες, ιδιοκτήτες, επιστήμονες και προσωπικότητες της Τέχνης και του πολιτισμού, η σειρά ολοκληρώνεται μ’ ένα ιδιότυπο πορτρέτο στον εμπνευστή της και βραβευμένο σκηνοθέτη Νίκο Τριανταφυλλίδη, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2016, και στους χώρους που ο ίδιος επέλεξε να παρουσιάσει στο πλαίσιο της σειράς. «Δώδεκα σκηνοθέτες, 6 διευθυντές φωτογραφίας, 9 μοντέρ, 4 διευθυντές παραγωγής, 6 ηχολήπτες και ένας μιξέρ ήχου, 8 οπερατέρ, και 16 δημοσιογράφοι, ερευνητές, σύμβουλοι επεισοδίων και βοηθοί παραγωγής ταξίδεψαν μαζί για να φτάνει κάθε βδομάδα ένα νέο επεισόδιο στις οθόνες της δημόσιας τηλεόρασης. Για όλους εμάς και ελπίζουμε και για πολλούς και πολλές από τους τηλεθεατές που αγάπησαν τη σειρά, Τα Στέκια θα έχουν πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας και όλοι και όλες θα νιώθουμε πως χρωστάμε ένα “ευχαριστώ” στον Νίκο».