Καλοκαίρι 1953. Στον απόηχο της μεταπολεμικής Ελλάδας, οι επιζήσαντες του εμφυλίου ζουν υπό την πίεση της φτώχιας, των στερήσεων και του φόβου των πολιτικών διώξεων. Οι νέοι σουλατσάρουν στις γειτονιές της Αθήνας αναζητώντας ελπίδα για το μέλλον και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Σε μία μακρόστενη παράγκα της οδού Σαρρή, ο Σίμος Τσαπνίδης στήνει το τεντάδικο του. Είναι «ακατέργαστος», «έμφυτα γενναιόδωρος», ελεύθερος και ωραίος. Απεχθάνεται τα ταμπού και τις συμβάσεις και ορίζει το μέλλον μέσα από το δόγμα «Ζήσε την κάθε μέρα όσο καλύτερα μπορείς, αρκεί να μην ενοχλείς το διπλανό σου». Ο Σίμος διαβάζει Σαρτρ, παίζει δεύτερους ρόλους σε κινηματογραφικές ταινίες της εποχής υποδυόμενος τον άνθρωπο του περιθωρίου και αγκαλιάζει με ζέση τις νέες ιδέες και την τέχνη. Η παράγκα του πολύ γρήγορα και «μοιραία» μετατρέπεται στον χώρο από τον οποίο ξεπηδά ένα ακατέργαστο νεανικό κίνημα: εκείνο των Ελλήνων υπαρξιστών. Οι νέοι της εποχής, παιδιά λαϊκών οικογενειών –στην πλειοψηφία τους- ανταποκρίνονται σε αυτό το πρωτόγνωρο κάλεσμα και συρρέουν στην «ιπτάμενη παράγκα» του Σίμου που κλυδωνίζεται από το χορό, το τραγούδι και την νεανική τρέλα, η οποία κλείνει περιπαικτικά το μάτι στη συντηρητική ελληνική κοινωνία. Φορούν τα σακάκια τους από την ανάποδη, ενώ οι ρέγκες αντικαθιστούν την συμβατική γραβάτα. Ο Σίμος ο αρχηγός, ο Τζο ο φιλόσοφος, ο Ανδρέας ο εραστής, ο Πητ ο καλλιτέχνης, ο Γιάννης ο αντισυμβατικός μαζί με την Χαρά, τη Φωφώ, τη Λίλιαν, τη Μπέμπα και πολλούς ακόμη, επιδίδονται σε ένα πρωτοφανές «ξεκλείδωμα ψυχής» κόντρα σε κάθε πρόσταγμα καθωσπρεπισμού. Τα θρυλικά πάρτι, οι εκδρομές και οι φιλανθρωπίες των υπαρξιστών απασχόλησαν τα δημοσιεύματα του Τύπου με τον «υπαρξιστικό κίνδυνο διαφθοράς των νέων» να δοκιμάζει τα αυταρχικά αντανακλαστικά της Πολιτείας, να παραπέμπει τους υπαρξιστές σε δίκη και να οδηγεί στο οριστικό κλείσιμο της παράγκας, το 1956. Σήμερα, η παράγκα είναι ένα ιδιωτικό parking. Κι όμως οι Ανδρέας Δημητρόπουλος (Αντιπρόεδρος Συλλόγου Υπαρξιστών ο Διο