Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, αρχίζει ο εποικισμός του Πειραιά από νησιώτες και το μικρό ψαροχώρι αρχίζει να μεταμορφώνεται. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1830, όταν ιδρύεται ο Δήμος του Πειραιά και όπως σε κάθε λιμάνι πρώτο μέλημα είναι ο περιορισμός της παραβατικότητας και της πορνείας. Ο τόπος εξοβελισμού σύμφωνα με το εκ Γαλλίας δόγμα της «ανοχής και επιτήρησης» προσδιορίζεται, πέρα από το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, σε μια ελώδη περιοχή από την οποία είχε πάρει το όνομά της. Τα «Βούρλα», στο περιθώριο του αστικού τοπίου αλλά και της ηθικής ζωής, εγκαινίαζαν την ανάδυση μιας άγριας πόλης με «ενδημικά στοιχεία» τους καβγάδες, τα ναρκωτικά, την εξαθλιώση και τον αγοραίο έρωτα. Περιχαρακωμένο ανάμεσα στις σημερινές οδούς Εθνικής Αντιστάσεως, Δογάνης, Σωκράτους και Ψαρών και σε έκταση 12 στρεμμάτων, στις αρχές του 1876, χτίζεται το πρώτο Δημόσιο Πορνείο της πόλης του Πειραιά. Το κτιριακό συγκρότημα με τους ψηλούς μαντρότοιχους εσωκλείει τον πόνο και τη δυστυχία πολλών γυναικών σε καθεστώς εγκλεισμού υπό τον έλεγχο της Αστυνομίας. Ενίοτε δε, χρησιμοποιείται και ως μέθοδος σωφρονισμού για τις άτακτες ψυχοκόρες ή υπηρέτριες. Κάπως έτσι οικοδομείται ο μύθος «του άντρου της αγοραίας ηδονής» που κινείται στα «χαμηλότερα στρώματα της Κολάσεως» σύμφωνα με πρωτοσέλιδα και ρεπορτάζ της εποχής, όπως αυτό της «δεσποινίδος Λιλίκας Νάκου». Η περιοχή μεταμορφώνεται ουσιαστικά το 1922 με την άφιξη των χιλιάδων εκτοπισμένων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μαζί με τους πρόσφυγες φτάνουν και οι μουσικές τους, κάνοντας τη Δραπετσώνα τον τόπο του γνήσιου ρεμπέτη, το απόλυτο σύμβολο της μαγκιάς, ενώ τα χρόνια που ακολουθούν θα κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή και τα πρώτα εργοστάσια. Έτσι, σωματέμποροι, ρεμπέτες, αγαπητικοί και ιερόδουλες δίπλα σε πρόσφυγες και εργάτες συναρθρώνουν το σύνθετο παζλ της Δραπετσώνας μέχρι το 1940 και την Κατοχή, όταν και σταματά να λειτουργεί το Δημοτικό Πορνείο. Τότε η χρήση του αλλάζει, ο χώρος μετατρέπεται σε φυλακή,