Εν αρχή ήταν η «σφαιρίστρα των Αρρηφόρων». Το παιχνίδι που έπαιζαν τα νεαρά κορίτσια, που έπλεκαν το πέπλο της θεάς Αθηνάς και μάλλον από εκεί έλκει την καταγωγή της και η λέξη σφαιριστήριο. Στη συνέχεια, η μπάλα κύλησε, τα παιχνίδια πολλαπλασιάστηκαν μέχρι που κάποια στιγμή οι Γάλλοι ευγενείς, με πρώτο τον Λουδοβίκο τον 11ο, έβαλαν τις μπάλες σ’ ένα τραπέζι, έφτιαξαν τοιχώματα, το έντυσαν με ύφασμα και κάπως έτσι γεννήθηκε το μπιλιάρδο. Στην Ελλάδα, θα φτάσει μαζί με τις αποσκευές του βασιλιά Όθωνα, αλλά γρήγορα θα βγει από τα ανάκτορα και θα απλωθεί σε καφενεία και γειτονιές, όπως παντού στον κόσμο, ενώ από το 1928, η χώρα αποκτά μάλλον από τύχη και τη δικιά της βιομηχανία μπιλιάρδου. Τη δεκαετία του ’50 το μπιλιάρδο μαζί με το ξύλινο ποδοσφαιράκι και το φλίπερ στη συνέχεια, τον Elvis και τους Beatles, βρίσκει στέγη στα σφαιριστήρια, τους τόπους ονείρου και αμφισβήτησης για τους νέους της εποχής και γίνεται ταυτόχρονα το απόλυτο σύμβολο της αλητείας και του τεντιμποϊσμού. Ως απόλυτα ταυτισμένο με την Αμερική, το νέο στέκι της νεολαίας αντιμετωπίζεται εχθρικά από την Αριστερά της εποχής, που αντιτίθεται στον αμερικανικό τρόπο ζωής, και με καταστολή από τη Δεξιά, η οποία, αν και συμφωνεί με το αμερικανικό μοντέλο, θεωρεί ότι οι χώροι αυτοί απομακρύνουν τους νέους από το ελληνορθόδοξο σύστημα αξιών! Οι νέοι θα συνεχίσουν όμως να ξεδίνουν, χτυπώντας με τη στέκα τους τις πολύχρωμες μπάλες και οδηγώντας τες μέχρι την «τσέπη» του τραπεζιού ή κάνοντας κοκορέτσια και σφυξίματα στα ξύλινα ποδοσφαιράκια, λύνοντας τις διαφορές τους μέχρι την επόμενη παρτίδα. Είναι η πρώτη γενιά που δεν έχει ζήσει τις οδύνες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και φέρνει μαζί της έναν αέρα προκλητικής ξενοιασιάς, προκαλώντας ένα είδος «ηθικού πανικού» για τους γονείς, τους καθηγητές και τους επίδοξους καθοδηγητές της, αποκλίνοντας από τις προσδοκίες τους. Ο χρόνος περνά και τα παιδιά των σφαιριστήριων θα δουν τα παιδιά τους να τρυπώνουν στα «ουφάδικα» να προσποιούνται, όπως κι οι ίδιοι παλι