Τα παιδιά περνούν ξέγνοιαστες στιγμές, κάνοντας μπάνιο στη θάλασσα, βόλτες και παίζοντας παιχνίδια. Το απόγευμα πηγαίνουν στην προβλήτα όπου τα περιμένει ο μπαρμπά-Κυριάκος. Τα βάζει στο καΐκι του για να τα πάει στην αγαπημένη τους παραλία. Στη διαδρομή τους λέει ιστορίες από τα νεανικά του χρόνια. Όταν φτάνουν στην παραλία διαπιστώνουν ότι είναι γεμάτη σκουπίδια, που άφησαν εκεί οι μεγάλοι κι έτσι αποφασίζουν να τα θάψουν στην άμμο, προκειμένου να μην είναι άσχημο το «βασίλειο» του. Καθώς σκάβουν με τα χέρια, βρίσκουν αρχαία αγάλματα, τα οποία ορκίζονται ότι θα προστατεύουν.
Τα αγάλματα έχουν ήδη μεταφερθεί στον κήπο του συμβολαιογράφου του χωριού, του κυρίου Ευρυγένη, ενώ παράλληλα οι τοπικές αρχές έχουν ενημερώσει την αρχαιολογική υπηρεσία. Τα παιδιά πηγαίνουν κάθε μέρα εκεί, όπως έχουν υποσχεθεί, τους μιλάνε, παίζουν μαζί τους, ενώ τους δίνουν και ονόματα των θεών του Ολύμπου. Αισθάνονται ότι είναι κάτι δικό τους και θέλουν να τα προφυλάξουν. Ο κύριος Ευρυγένης, βέβαια, τους εξηγεί ότι ανήκουν στο κράτος και τους δίνει την άδεια, για όσο θα βρίσκονται στον κήπο του να πηγαίνουν για να τα βλέπουν. Λίγες μέρες μετά, ένα παιδί βλέπει τον ενωμοτάρχη με δύο αστυνομικούς να καταγράφουν τα αγάλματα και καταλαβαίνει ότι θα πάρουν από εκεί. Έτσι ειδοποιεί και τα υπόλοιπα.
Τα παιδιά επισκέπτονται έναν καταυλισμό τσιγγάνων. Στη συνέχεια, συγκεντρώνονται στον κήπο με τα αγάλματα, όπου πηγαίνει και ο δάσκαλός τους, που τους λέει σημαντικά πράγματα για τους καινούργιους τους μαρμάρινους φίλους. Τους εξηγεί ότι ανήκουν στην προ κλασική εποχή, τους μιλά για τα αριστουργήματα της αρχαιότητας, ενώ παράλληλα τους δίνει χρήσιμες συμβουλές για τη ζωή τους, τονίζοντας τους ότι μόνο με τη μόρφωση θα μπορέσουν να πάνε μπροστά. Παράλληλα ο Βασιλάκης πιάνει δουλειά στο καφενείο. Εκεί μαθαίνει ότι οι υπεύθυνοι της αρχαιολογικής υπηρεσίας έχουν ήδη φτάσει στο χωριό για να δουν τα αγάλματα, τα οποία σύντομα θα τα πάρουν από εκεί. Θορυβημένος ειδοποιεί και τα υπόλοιπα παιδιά…
Τα παιδιά κάνουν βάρδιες στην κήπο με τα αγάλματα, θορυβημένα από την έλευση των αρχαιολόγων. Παράλληλα αρχίζει και το πανηγύρι του χωριού και περνούν ξέγνοιαστες στιγμές. Σε μέγα θέμα της παρέας εξελίσσεται και ο αρραβώνας της Χρυσούλας με τον Παύλο, τον οποίο παρακολουθούν στα κρυφά. Ο Αρτέμης πηγαίνει την καινούργια Γερμανίδα φίλη του στον κήπο με τ’ αγάλματα. Μπορεί να μην γνωρίζουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου, καταφέρνουν όμως και να συνεννοηθούν και να περάσουν όμορφες στιγμές μαζί. Εκείνη την ώρα φτάνουν και οι αρχαιολόγοι, τους οποίους βλέπουν να φωτογραφίζουν τα αγάλματα…
Έχουν φτάσει πια οι πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, το σχολείο αρχίζει σύντομα και τα παιδιά δεν έχουν καταφέρει ακόμη να μάθουν τί θα κάνουν οι αρχαιολόγοι τα αγάλματα. Παράλληλα η Λενιώ ετοιμάζεται να υποδεχτεί τον πατέρα της. Τα νέα όμως που της λέει η μητέρα της δεν της αρέσουν καθόλου. Σκέφτεται να πουλήσει το σπίτι τους στο χωριό και να αγοράσουν ένα στην πόλη, όπου θεωρεί ότι η ζωή τους θα είναι καλύτερη. Ο Αρτέμης από την άλλη βγαίνει και πάλι κρυφά με τη Γερμανίδα φίλη του, η οποία, όμως, φεύγει για την πατρίδα της το ίδιο απόγευμα προς μεγάλη απογοήτευση του.
Ο πατέρας της Λενιώς επιστρέφει, δίνοντας της απίστευτη χαρά. Τον πηγαίνει μάλιστα και στον κήπο με τ’ αγάλματα, για τα οποία του είχε μιλήσει στα γράμματα της. Παράλληλα ο Βασιλάκης παίρνει τα πρώτα του χρήματα κι αγοράζει βιβλία και δώρα για τη μητέρα του. Ο Αρτέμης μαθαίνει ότι παίρνουν τα αγάλματα από τον κήπο του κυρίου Ευρυγένη και ειδοποιεί όλα τα παιδιά. Χωρίς να χάσουν χρόνο πηγαίνουν εκεί για να αποχαιρετήσουν τους μαρμάρινους φίλους τους. Εκεί φτάνει και ο αρχαιολόγος, ο οποίος τα ενημερώνει ότι τα αγάλματα θα μεταφερθούν σε ασφαλές μέρος, όπου θα μελετήσουν το κάθε ένα ξεχωριστά και στη συνέχεια θα μεταφερθούν σε κάποιο μουσείο. Έτσι θα έχουν την ευκαιρία να τα θαυμάσουν όλοι οι άνθρωποι. Το καλοκαίρι φτάνει στο τέλος του, το σχολείο ξεκινά, η εμπειρία όμως που έζησαν τα παιδιά θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη τους.