Η ιστορία του Αγίου Παϊσίου, του σύγχρονου Αγίου που άγγιξε όλο τον κόσμο της Ορθοδοξίας, ξεκινάει με τη γέννησή του στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου του 1924. Λίγες ημέρες αργότερα, βαφτίζεται από τον γέροντα Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος του δίνει το όνομά του. Η γέννηση του Αγίου Παϊσίου συμπίπτει με τον ξεριζωμό των Ελλήνων από την Καππαδοκία. Ο μικρός Αρσένιος γίνεται πρόσφυγας στις πρώτες μέρες της ζωής του.
Οι ξεριζωμένοι από την Καππαδοκία γιορτάζουν την Κοίμηση της Θεοτόκου μακριά από το χωριό τους, με μια υπαίθρια λειτουργία. Φτάνουν στον Πειραιά στις 14 Σεπτεμβρίου, περιμένοντας να βρουν τη μάνα Ελλάδα που θα τους αγκαλιάσει, συναντούν όμως πάρα πολλές δυσκολίες και προβλήματα. Ο πατέρας του μικρού Αρσενίου, που είναι ο πρόεδρος της κοινότητας, προσπαθεί με την καθοδήγηση του γέροντα Αρσενίου να κρατάει ισορροπίες και να λύνει τα προβλήματα.
Όπως προείπε ο πνευματικός τους πατέρας, γέροντας Αρσένιος, έτσι γίνεται ακριβώς. 40 μέρες μετά την εγκατάσταση στο κάστρο της Κέρκυρας, ο γέροντας Αρσένιος κοιμάται στο νοσοκομείο της πόλης στις 10 Νοεμβρίου 1924. Αυτό το γεγονός συγκλονίζει όλη την κοινότητα, γιατί ο γέροντας Αρσένιος ήταν ο πνευματικός τους πατέρας, ο γιατρός, ο δάσκαλος τους. Ήταν ο άνθρωπος που πραγματικά διατήρησε την ελληνική και τη χριστιανική ψυχή στα χωριά της περιοχής.
Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης, πατέρας του Αγίου Παϊσίου, προσπαθεί να σταθεί χωρίς τον πνευματικό του πατέρα, αλλά δεν μπορεί. Είναι έτοιμος να τα παρατήσει, όταν η γυναίκα του Ευλογία δείχνει τη δύναμή της και τη σοφία που κουβαλά στην ψυχή της. Τον στηρίζει και τον βοηθά να μη λυγίσει. 22 μήνες μετά την έλευσή τους στην Κέρκυρα, φεύγουν για την Πλαταριά Θεσπρωτίας. Εκεί, ο Πρόδρομος αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες.
Μετά από πολλές περιπλανήσεις και δυσκολίες, η οικογένεια του Πρόδρομου Εζνεπίδη φτάνει στην Κόνιτσα της Ηπείρου. Εκεί, βρίσκουν ανθρώπους που τους υποδέχονται με αγάπη και τους βοηθούν στο νέο ξεκίνημα της ζωής τους. Ο μικρός Αρσένιος ψελλίζει τις πρώτες προσευχές του και μεγαλώνει σε ένα πνευματικό περιβάλλον. Με τον θάνατό της η γιαγιά ΧατζηΧριστίνα αφήνει μια πλούσια πνευματική κληρονομιά στα παιδιά και τα εγγόνια της. Ταυτόχρονα, ένα καινούργιο μέλος προστίθεται στην οικογένεια. Η γέννηση της Χριστίνας οδηγεί ξανά τον Ραφαήλ στη στέγη, για να μην ακούει τη μάνα που γεννά και τη μικρή Αμαλία να μαθαίνει για το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Ο Αρσένιος μεγαλώνει και συναντά ως παιδί προσφύγων τις πρώτες δυσκολίες με τους συνομήλικούς του.
Η Ευλογία διακρίνει την πνευματική κλίση του Αρσενίου και φροντίζει, από πολύ νωρίς, να του μεταδώσει τη μεγάλη της πίστη. Πέρα από τις προσευχές, του μιλάει για τον εγωισμό και την ταπείνωση, και για το πώς πρέπει να πολεμά τους κακούς λογισμούς. Με το καθημερινό της φωτεινό παράδειγμα χτίζονται σιγά-σιγά στην παιδική ψυχή του μεγάλες αρετές, που αργότερα θα είναι το μεγάλο του στήριγμα και το πνευματικό του απόθεμα με το οποίο θα ανακουφίσει χιλιάδες ανθρώπους. Στην ηλικία των 12 ετών επιλέγει να μην πάει στο γυμνάσιο και διαλέγει να μάθει την τέχνη του μαραγκού για να βοηθήσει οικονομικά τους γονείς του.Στα δεκαέξι του χρόνια, ένας ξάδελφός του σπέρνει στην ψυχή του την αμφιβολία για τη θεότητα του Χριστού. Ο Αρσένιος καταφεύγει στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας και κλαίγοντας παρακαλεί τον Χριστό να του δείξει ένα σημάδι που θα διαψεύδει όσα του είπε ο ξάδελφος του.
Η οικογένεια Εζνεπίδη ετοιμάζεται για τον γάμο της Αμαλίας. Ο Ελληνοϊταλικός, όμως, πόλεμος έρχεται να ανατρέψει τα σχέδια και τις ζωές όλων των Ελλήνων. Ο Ραφαήλ και ο Χαράλαμπος πηγαίνουν στον πόλεμο και ο Αρσένιος προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένειά του να σταθεί όρθια στις πολύ δύσκολες στιγμές. Ακολουθεί η γερμανική κατοχή και οι μεγάλες δυσκολίες που φέρνει μαζί της. Έχοντας σαν παράδειγμα τη μάνα του και τον πατέρα του, ο Αρσένιος προσπαθεί να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη. Έρχεται η απελευθέρωση αλλά πολύ γρήγορα αρχίζει η μεγάλη πληγή της Ελλάδος, ο Εμφύλιος πόλεμος. Ο Αρσένιος καλείται να καταταγεί στον στρατό. Καταφεύγει στην Παναγία και την παρακαλεί να τον βοηθήσει να μην σκοτώσει άνθρωπο. Παίρνει την ειδικότητα του ασυρματιστή και γίνεται παράδειγμα για τους συστρατιώτες του με την αυταπάρνηση, τη μεγάλη πίστη και την θυσιαστική του αγάπη.
Ο Αρσένιος, με μεγάλο κίνδυνο της ζωής του, σώζει ένα συστρατιώτη του που πληγώθηκε στη μάχη. Όλοι θαυμάζουν το θάρρος του και προσπαθούν να καταλάβουν πως δεν χτυπήθηκε από τα τόσα πυρά που δέχτηκε στην προσπάθειά του να μεταφέρει τον πληγωμένο στρατιώτη. Η Ευλογία δέχεται μια μεγάλη έκπληξη. Ο Αρσένιος επιστρέφει στο σπίτι και της λέει ότι απολύθηκε από τον στρατό. Η χαρά της δεν θα κρατήσει για πολύ, διότι της ανακοινώνει ότι θα φύγει για το Άγιον Όρος. Τον παρακαλεί να μείνει για λίγο αλλά ο Αρσένιος φεύγει την επόμενη ημέρα. Η συγκίνησή του είναι μεγάλη όταν μπαίνει στο περιβόλι της Παναγίας. Καταφεύγει στον πατέρα Κύριλλο, έναν σπουδαίο πνευματικό, ο οποίος του δίνει τις πρώτες συμβουλές για τον μοναχισμό. Λίγο καιρό μετά, δέχεται γράμμα από τον πατέρα του που του ζητά να επιστρέψει αμέσως για να τον βοηθήσει στα χωράφια και να φτιάξουν την προίκα της μικρής του αδελφής, της Χριστίνας.
Ο Αρσένιος, ακολουθώντας τη συμβουλή του Γέροντα Κυρίλλου, επιστρέφει στο σπίτι του για να βοηθήσει την οικογένειά του στον καθημερινό τους αγώνα και να φτιάξουν την προίκα της μικρής του αδελφής, της Χριστίνας. Μένει στην Κόνιτσα και δουλεύει σκληρά για τρία χρόνια. Έχοντας εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στην οικογένειά του, φεύγει οριστικά για το Άγιον Όρος. Πάει στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου και υπό την καθοδήγηση του Ηγούμενου Καλλίνικου ο νεαρός δόκιμος ακολουθεί την πνευματική ζωή. Διακρίνεται για τον μεγάλο του ζήλο, τη θυσιαστική του αγάπη, την ταπείνωση και το πνεύμα αγάπης που έχει για όλους τους αδελφούς. Μάλιστα, υπομένει αγόγγυστα τη σκληρή συμπεριφορά ενός σκληρού μοναχού. Τελικά, γίνεται μικρόσχημος μοναχός και παίρνει το όνομα Παΐσιος.Αποχαιρετά τη μητέρα του στέλνοντάς της μια φωτογραφία του και ένα ποίημά του, στο οποίο περιγράφει τον μεγάλο του πόθο για την πνευματική ζωή, για να της πει ότι μητέρα του από εδώ και πέρα θα είναι η Παναγία.