Στον χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στον αρραβώνα και στον γάμο του Γιώργη και της Χρυσαυγής, ο Θεριανός, δίνοντας μάχη με τα ένστικτά του, κατορθώνει να χαλιναγωγήσει το πάθος του για τη μέλλουσα νύφη του. Όμως, στο γλέντι του γάμου, μεθάει και ο άνομος πόθος του επιστρέφει. Η Διαμάντω το παρατηρεί απελπισμένη, αλλά δεν το ομολογεί σε κανέναν, γιατί φοβάται την κατακραυγή του κόσμου. Οι νιόπαντροι, όπως το θέλει το έθιμο, θα εγκατασταθούν στο πατρικό του γαμπρού. Στη συνέχεια της ίδιας νύχτας, ενώ ο Γιώργης και η Χρυσαυγή κάνουν έρωτα στην κρεβατοκάμαρά τους, ο Θεριανός, πνιγμένος από το αρρωστημένο πάθος για τη νύφη του και τη ζήλια για τον γιο του, περιφέρεται στους ελαιώνες απελπισμένος. Επιστρέφει, όμως, το πρωί μετανιωμένος και ορκίζεται στη γυναίκα του ότι δεν θα πατήσει το στεφάνι τους. Με το πέρασμα του χρόνου, η Χρυσαυγή ενσωματώνεται στην οικογένεια των πεθερικών της και, χάρη στον καλό της χαρακτήρα, γίνεται πολύ αγαπητή σε όλους, ιδιαίτερα στη Διαμάντω, που μέρα με τη μέρα τη