Στη σημερινή εποχή δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως η περίοδος της Τουρκοκρατίας δεν ήταν παρά μια παρένθεση στην ελληνική ιστορία και ότι τίποτα ουσιαστικά δεν άλλαξε σε 400 χρόνια. Όμως στην πραγματικότητα, σε αυτήν την περίοδο, συντελούνται σημαντικές αλλαγές σε διάφορα επίπεδα, στην κοινωνία, την οικονομική ζωή, τη δημογραφία, εξελίξεις που επηρέασαν όχι μόνο την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821 αλλά ακόμη και την Ελλάδα του σήμερα. Η σειρά ξεκινάει σκιαγραφώντας τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της ζωής των ελληνόφωνων χριστιανών μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: υποδούλωση και καταπίεση, αυτονομία και οικονομική ευημερία, ελευθερία στην θρησκεία και την παιδεία, προσδοκίες αλλά και αναρχία και αβεβαιότητα για το μέλλον.
Σε ηλικία 15 ετών ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έρχεται στην Καρύταινα για να καταταγεί στην ομάδα κλεφτών του θείου του. Η βία βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Όμως το 1806, ο Σουλτάνος διώχνει τους κλέφτες από την Πελοπόννησο και ο Κολοκοτρώνης αναγκάζεται να φύγει για τη Ζάκυνθο που τελεί υπό ρωσικό έλεγχο. Εκεί, γνωρίζει έναν καινούργιο κόσμο και έρχεται σε επαφή με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Όπως γράφει στα Απομνημονεύματά του "Πρωτήτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο. Τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς τους". Ο αγώνας της Παλιγγενεσίας του 1821 θα είναι πρωτίστως ένας αγώνας ιδεών. Οι ιδέες συμβάλλουν —περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα— στην έκρηξη της Επανάστασης και στη δημιουργία ενός νέου κράτους που θα το έλεγαν Ελλάδα.
Ο θρύλος λέει πως όλα ξεκίνησαν την 25η Μαρτίου στην Αγία Λαύρα. Στο μοναστήρι πάνω από τα Καλάβρυτα, ο Κολοκοτρώνης είχε συγκεντρώσει τον στρατό του. Παρών ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Η ελληνική Επανάσταση ξέσπασε πράγματι την άνοιξη του 1821, αλλά το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι προϊόν επινόησης που προέκυψε από την πένα του Φρανσουά Πουκεβίλ, Γάλλου προξένου στην Ελλάδα. Η ελληνική Επανάσταση εκδηλώνεται σε διαφορετικά μέρη, μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου του 1821: Αρεόπολη, Καλαμάτα, Βοστίτσα, Καλάβρυτα. Ξεκινάει με μεμονωμένα περιστατικά βίας κατά του τουρκικού πληθυσμού και εξαπλώνεται ραγδαία, εναντίον της περιορισμένης τουρκικής δύναμης.
Το 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το πώς θα αντικαταστήσουν την εξουσία των Τούρκων. Την επίλυση αυτού του προβλήματος θα αναλάβουν κάποιοι Έλληνες της διασποράς. Το 1821 φθάνουν στην επαναστατημένη Ελλάδα τρεις εξέχοντες Φαναριώτες — ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Θεόδωρος Νέγρης. Οραματίζονται μια κεντρική διοίκηση κι ένα ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κράτος. Όμως οι εξεγερμένοι Έλληνες τους αντιπαθούν — και όχι μόνο για τους τρόπους και το ντύσιμό τους. Για τους περισσότερους Έλληνες, ακόμα και η ανάγκη σχηματισμού μιας κεντρικής κυβέρνησης δεν είναι καθόλου προφανής… Ελεύθεροι από τους περιορισμούς που μέχρι τότε τους επέβαλε η τουρκική εξουσία, οι οπλαρχηγοί του Μοριά οργώνουν τη νότια Ελλάδα, επιχειρώντας να αντικαταστήσουν την οθωμανική εξουσία, συχνά με αθέμιτα μέσα.
Μέχρι τις αρχές του 1822, η ελληνική Επανάσταση έχει κοστίσει τη ζωή σε 50.000 Τούρκους και Έλληνες. Πολλοί περισσότεροι έχουν οδηγηθεί στη σκλαβιά και τη φτώχεια. Το καλοκαίρι, ο τουρκικός στρατός κινείται από τη Λαμία προς την Πελοπόννησο. Είναι ο μεγαλύτερος στρατός που έχει κάνει την εμφάνισή του στην Ελλάδα εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Ο Κολοκοτρώνης, επιστρατεύει το προσωπικό του κύρος για να κινητοποιήσει τους Έλληνες. Διοικώντας μια δύναμη που φθάνει τους 7.000 άντρες και με μια επιτυχημένη τακτική ανταρτοπόλεμου, ο Γέρος του Μοριά κατατροπώνει τη στρατιά του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Με την εθνική κυβέρνηση διαλυμένη, ο Κολοκοτρώνης αποκτά το κύρος του απελευθερωτή. Ελέγχει και διοικεί μεγάλο μέρος του Μοριά όπως πιστεύει εκείνος. Η ιδέα ενός εθνικού κράτους μοιάζει πιο απόμακρη παρά ποτέ. Η Ελλάδα έχει δύο ανταγωνιστικές κυβερνήσεις που ισχυρίζονται ότι είναι νόμιμες και διεκδικούν ένα αγγλικό δάνειο.
Στις αρχές της Επανάστασης, το Μεσολόγγι δεν είναι παρά ένα ψαροχώρι με 3.000 κατοίκους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου όμως, αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο σημαντικά σημεία επικοινωνίας μεταξύ της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας και καταφέρνει να αντέξει σε τρεις μεγάλες τουρκικές πολιορκίες, το 1822, το 1823 και το 1825. Όμως τον Ιανουάριο του 1826, ο αιγυπτιακός στόλος αγκυροβολεί έξω από τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. 135 πλοία μεταφέρουν 10.000 στρατιώτες. Η πολιορκία είναι ασφυκτική και ο στόχος του Ιμπραήμ είναι να λυγίσει την πόλη με την πείνα. Κλειδί για την σωτηρία της αποτελεί ο ελληνικός στόλος. Όμως οι Υδραίοι ναυτικοί αρνούνται να παραμείνουν στο Μεσολόγγι αν δεν πληρωθούν. Και η κυβέρνηση αδυνατεί να ανταποκριθεί στο αίτημά τους.
Το 1827, το μέλλον των Ελλήνων φαίνεται αβέβαιο και σκοτεινό. Για έξι χρόνια, οι Έλληνες είχαν νικήσει το στρατό του Σουλτάνου. Όμως μετά την πτώση του Μεσολογγίου και της Αθήνας, τα εδάφη που ελέγχουν οι Έλληνες περιορίζονται δραματικά. Οι Τούρκοι συγκεντρώνουν νέες δυνάμεις για να αποτελειώσουν την Επανάσταση. Στις 7 Σεπτεμβρίου, ο τουρκικός στόλος αγκυροβολεί στον κόλπο του Ναβαρίνου. Στις 20 Οκτωβρίου 1827, έξω από το λιμάνι παίρνουν θέση ο αγγλικός, ο γαλλικός και ο ρωσικός στόλος. Η εντολή από τις κυβερνήσεις τους είναι τόσο αντιφατικές που η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Ο τουρκικός στόλος παθαίνει πανωλεθρία και η Ελλάδα εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της.
Το 1832 το ελληνικό στέμμα δεν είναι κανένα αξιοζήλευτο έπαθλο. Αφορά τη διοίκηση μιας μικρής περιοχής, κατεστραμμένης από τον πόλεμο. Ωστόσο το Βασίλειο της Ελλάδος ασκεί μια παράξενη γοητεία στους Ευρωπαίους ηγεμόνες, καθώς ταυτίζουν την έννοια του ελληνικού έθνους με την αρχαία Ελλάδα. Μόλις ο έφηβος Όθωνας πατάει το πόδι του στην Ελλάδα, αλλάζει το νόμισμα της χώρας. Επαναφέρει, μετά από 2000 χρόνια τη δραχμή και καταργεί τον Φοίνικα του Καποδίστρια. Δρόμοι και γειτονιές της Αθήνας παίρνουν ονόματα αρχαίων φιλοσόφων, ηρώων και τραγικών ποιητών. Οτιδήποτε μπορεί να θυμίσει αρχαία Ελλάδα, γίνεται έμβλημα του νέου Βασιλείου. Πρώτιστο μέλημα είναι επίσης να σβηστεί το οθωμανικό παρελθόν της Ελλάδας.
Ένα αυτοτελές ντοκιμαντέρ με αφηγητή τον Πέτρο Τατσόπουλο.